Tip:
Highlight text to annotate it
X
ΜΕΡΕΣ ΟΡΓΗΣ
Τη μέρα οργής...
μαύρη νύχτα θα καλύψει τη γη.
Ο ήλιος θα δύσει για πάντα στο σκοτάδι.
Τη μέρα της οργής θα μας κάψει το πυρ της Κόλασης.
Φλόγες θα πέσουν πάνω μας.
Θα αφανιστεί το όμορφο παλάτι του κόσμου.
Η μέρα της οργής...
θα μας αφυπνίσει από τον ωχρό ύπνο.
Θα αναγγείλει την ώρα της τιμωρίας.
Τη μέρα οργής οι σάλπιγγες...
θα καλούν τους ζωντανούς, και οι νεκροί...
θα ανοίξουν τους τάφους τους.
Τη μέρα της οργής που επέλεξε ο Θεός...
ο Σατανάς θα παρουσιάσει το φοβερό πινάκιό του...
στην Κρίση του Κυρίου.
Τη μέρα της οργής, τη μέρα της Κρίσης...
αστραπές και βροντές θα μας σκεπάσουν...
όπως μας σκέπασαν οι αμαρτίες μας.
Τη μέρα οργής θα δούμε τους ανθρώπους...
μπρος στον θρόνο Του, θαρραλέους, μικρούς...
ντυμένους ντροπή κι αμαρτία.
Τη μέρα οργής θα αναληφθεί στον ουρανό...
το αμαρτωλό κορμί και η φαύλη ψυχή.
Η Χέρλοφς Μάρτε...
καταγγέλθηκε ως μάγισσα...
από τρεις αξιοσέβαστους και τίμιους ανθρώπους.
Διατάσσεται η σύλληψή της...
και η προσαγωγή της στο Δικαστήριο.
Μακάρι να βοηθήσει!
Σίγουρα θα βοηθήσει. Είναι βότανο από την αγχόνη!
Περίεργη η δύναμη που έχει.
Είναι η δύναμη του Κακού!
Ποιον κυνηγούν άραγε;
Να κρεμαστεί...
Να κρεμαστεί...
και να καεί στην πυρά...
να βασανιστεί.
’νοιξε! ’νοιξε, Χέρλοφς Μάρτε.
Βάλ' τα στη θέση τους.
’μπσαλον, ο Μάρτιν πρέπει να έφτασε.
- Κιόλας; - Το πλοίο μόλις άραξε.
Έρχομαι αμέσως.
Έχεις το κλειδί της σοφίτας;
- Μάλιστα. - Δώσ' το μου.
Στο πρεσβυτέριο εγώ θα κρατώ τα κλειδιά.
Όμως εγώ είμαι η γυναίκα του ’μπσαλον.
Κι εγώ είμαι η μητέρα του.
Δύσκολα συνηθίζει μια γριά τη νεαρή νύφη.
Δύσκολα μια νεαρή νύφη ζει σε σπίτι γερόντων.
Είσαι πολύ σκληρή μαζί της.
Θέλω να είναι καλή σύζυγος.
Είναι.
Όταν ζούσε η γυναίκα σου...
Όμως δεν ζει πια.
Δε ζει, όμως ζει ο γιος σας.
- Και λοιπόν; - Τώρα επιστρέφει στο σπίτι.
Με μια νεαρή μητέρα, πολλά χρόνια νεότερη.
Σε τι ενοχλεί αυτό;
Ενοχλεί...
Είναι... σκάνδαλο!
Πάω να υποδεχτώ τον Μάρτιν.
Είναι εδώ ο πρεσβύτερος ’μπσαλον;
Όχι, πήγε να υποδεχτεί τον γιο του.
- Εγώ είμαι ο γιος του. - Είσαι ο γιος του;
Κι εσύ η γυναίκα του;
Το πρόσωπό σου μου φαίνεται γνώριμο.
Πού μπορεί να μ' έχεις δει;
Ίσως στη σκέψη μου.
Πολύ συχνά σε έφερνα στον νου μου.
Σκεφτόμουν τι θα έλεγες σε μια τόσο νεαρή μητέρα.
Σου υπόσχομαι να είμαι ένας καλός γιος!
Ναι, τώρα είσαι γιος μου.
Νεαρή μητέρα μου...
Μεγάλο αγόρι μου...
Γιατί αργεί ο πατέρας;
Να 'τος! Έρχεται ο πατέρας!
Θα του κάνουμε έκπληξη, ’ννε; Θα κρυφτώ εδώ.
- Δεν έφερες τον Μάρτιν; - Όχι. Γιατί; Δεν ήρθε;
- Όχι. - Τότε, θα έρθει όπου να 'ναι.
Ναι, προφανώς.
Τι είναι αυτό; Οι στίχοι του Μάρτιν!
Οι στίχοι για την κόρη στη μηλιά.
"Μια κόρη καθόταν στη μηλιά και πέρασε ένα παλικάρι."
"Από εδώ έκανε, από εκεί έκανε, έπεσε στην αγκαλιά του."
Ναι, αυτή είναι η ’ννε.
Δε θα φιλήσεις τη μητέρα σου;
- Πάμε στο γραφείο, αγόρι μου; - Ναι, πατέρα.
Είσαι πληγωμένη!
Αυτό δεν είναι τίποτα.
Πρέπει να με βοηθήσεις. Πρέπει να με κρύψεις!
Αν με πιάσουν, θα με κάψουν!
Σε κατηγόρησαν για μάγισσα;
Πάντα βοηθούσα τη μητέρα σου.
Και είπαν πως κι αυτή ήταν μάγισσα.
Δεν είναι αλήθεια.
Είναι! Απλώς γλίτωσε...
επειδή εσύ είσαι κόρη της.
’ννε, μη με αφήσεις να πεθάνω.
- Μην ξεχάσεις τα ξύλα. - Έλα εδώ.
Μπέντα, να καθαρίσεις και το ψάρι.
- Πού πηγαίνεις; - Πουθενά.
- Κλείσε το ντουλάπι. - Μάλιστα.
- Μάρτιν! - Γιαγιά!
Γιατί είσαι τόσο σιωπηλή, ’ννε;
Γυρεύουμε τη Χέρλοφς Μάρτε.
Εδώ; Στο πρεσβυτέριο;
Την είδαν κάτι παιδιά.
Είναι αδύνατο...
- Είδες τη Χέρλοφς Μάρτε; - Όχι.
Αν είναι εδώ, θα μπήκε κρυφά. Ψάξτε παντού.
Κηλίδες από αίμα...
Έχει άλλη είσοδο για τη σοφίτα;
Ναι, από τις άλλες σκάλες.
Ο Χανς κι ο Χένρικ να πάνε από εκεί.
Λυπήσου μας, Θεέ μου!
Αυτή τη μέρα, που έπρεπε να ήταν μέρα χαράς!
Ο Αιδεσιμότατος ’μπσαλον Πέτερσον...
θα αναλάβει την εξομολόγηση της Χέρλοφς Μάρτε...
και θα την προτρέψει να ομολογήσει την αλήθεια...
για να σωθεί η ψυχή της.
Βοήθησέ με, ’μπσαλον. Σώσε με από την πυρά.
Μόνο ο Θεός μπορεί να σε βοηθήσει.
Κι εσύ μπορείς, αν θέλεις.
Κάνε ό,τι έκανες για τη μητέρα της ’ννε.
- Τι εννοείς; - Την έσωσες.
Μη λες πιο πολλά από όσα μπορείς να απαντήσεις.
Λέω μόνο όσα γνωρίζω.
Ήξερες πως ήταν μάγισσα, και το αποσιώπησες.
Λες ψέματα!
Το αποσιώπησες για χάρη της ’ννε.
Έλα εδώ.
Γονάτισε.
Σε εκλιπαρώ για τη ζωή μου.
Δε θα ικετεύσεις... Θα προ- σευχηθείς για την ψυχή σου.
Ομολόγησε την αλήθεια!
- Τι να ομολογήσω; - Ότι είσαι μάγισσα.
Μάγισσα; Ήξερα μια μάγισσα...
Τη μητέρα της ’ννε... που την έσωσες.
Σιωπή!
Φοβάμαι τόσο πολύ... να πεθάνω!
Έλα τώρα...
Η μέρα οργής, όπως η μαύρη νύχτα θα καλύψει τη γη.
- Εσύ εδώ! - Ήρθα να ακούσω το τραγούδι.
Γιατί πρέπει να το μάθουν;
Θα το τραγουδούν, όταν θα καίγεται η Χέρλοφς Μάρτε.
Ακούω συνέχεια τις κραυγές της.
Έλα... Πάμε να φύγουμε!
Η μέρα οργής, όπως η μαύρη νύχτα θα καλύψει τη γη.
Ο ήλιος θα δύσει για πάντα στο σκοτάδι.
Η γριά βογγάει.
- Θα ομολογήσεις; - Ναι.
Επιτέλους!
Αφήστε την!
Κατόπιν αυτών συναίνεσε στην ομολογία.
Πώς μπήκες στην υπηρεσία του Κακού;
Απάντησε!
Δεν ομολογείς... Δεν υπέφερες αρκετά.
Ναι... ναι!
Απάντησε! Πότε συνάντησες για πρώτη φορά τον Διάβολο;
- Στην αγχόνη; - Ναι.
- Ποδοπάτησες τον σταυρό; - Ναι.
- Σου απαγόρευσε να κοινωνείς; - Ναι.
- Συμμάχησες με τον Διάβολο; - Ναι.
- Έχεις να προσθέσεις άλλα; - Όχι.
Ήταν υπέροχη ομολογία!
- Είναι σκληρή. - Ναι.
Λαυρέντιε... Δε θα καταδώσει κανέναν;
Δεν τελειώσαμε ακόμα. Ξέρεις άλλες μάγισσες;
Όχι.
Γνώρισες καμία;
Λοιπόν... Θα καταγγείλεις καμία;
- Είναι πεθαμένη. - Ποια ήταν;
Ποια ήταν... Ποια ήταν;
Ποια ήταν; Πώς λεγόταν;
Δε θυμάμαι.
- Αλλά εσένα θα σε θυμηθώ! - Πώς;
Αν με στείλεις στον θάνατο, θα με ακολουθήσεις!
Οι απειλές σου δε με αγγίζουν.
Πες μου... Πώς λεγόταν αυτή που γνώριζες;
Δε θα μιλήσω άλλο. Αρκετά είπα.
Σε συμφέρει να μιλήσεις.
Αρκετά! Θα της μιλήσω εγώ.
Σώσε με από την πυρά!
Ξέρω πως... θα μου παρασταθείς.
Σε παρακαλώ, Θεέ μου...
Ας μετανοήσει αυτή η γυναίκα...
ας Σε αποζητήσει, ας φροντίσει να σωθεί. Αμήν!
Κουράγιο! Να φανείς δυνατή!
Οδηγήστε την έξω.
Έλα...
- Δεν έκανε καταγγελίες; - Όχι.
Ίσως μιλούσε, αν τη βασανίζαμε.
Τη Μέρα της Κρίσεως θα μάθουμε τα πάντα!
Η Χέρλοφς Μάρτε, αφού βασανίστηκε...
ομολόγησε οικειοθελώς...
παρόντος του υπο- γράφοντος ιερέως.
14 Ιουνίου 1623, ’μπσαλον Πέτερσον.
- Πηγαίνουν ξύλα στο σπίτι; - Είναι για την πυρά.
Ήρθα να σε προετοιμάσω για τον θάνατο, Μάρτε.
Ώστε με εγκατέλειψες!
Όχι, δε σε εγκατέλειψα.
Σε σκέφτηκα πολύ όλες αυτές τις μέρες.
Σκεφτόμουν πώς θα μπορούσα να σου χαρίσω αιώνια ζωή.
Σταμάτα με αυτές τις μωρίες!
Δε φοβάμαι ούτε την Κόλαση, ούτε τον Παράδεισο.
Φοβάμαι μόνο να πεθάνω.
Εγώ έσωσα την ’ννε, κι εσύ με εγκατέλειψες!
Όχι, Μάρτε, όχι!
Όμως ακόμα δεν είναι πολύ αργά!
Η ’ννε θα υποφέρει όπως κι εγώ.
Αν εγώ καώ στην πυρά, θα καεί κι αυτή.
Όχι, όχι...
Αν με κάψουν... αν με κάψουν...
Δε θα καώ...
Φύγε! Φύγε!
Θα κρεμαστεί, θα κρεμαστεί...
και θα χορέψει στις φλόγες, θα καεί...
- Φεύγεις; - Δεν το αντέχω.
Μείνε μαζί μου.
Λαυρέντιε, θέλω να μιλήσω με τον πρεσβύτερο ’μπσαλον.
Για τι;
Θέλω να μιλήσω με τον ’μπσαλον!
- Θα καταγγείλεις κανέναν; - Θέλω να μιλήσω μαζί του.
Απαιτεί να σου μιλήσει.
Σώσε με από την πυρά, ’μπσαλον, αλλιώς...
Μη φοβάσαι. Ο Θεός είναι μεγάλος για όλους.
Θα σε κάνει να δεις με διαύγεια, να μην αμαρτάνεις.
Θα καταγγείλω την ’ννε. Δε θα μου ξεφύγεις.
Θα μου το πληρώσεις!
Κι εσύ θα πας στην Κόλαση, υποκριτή... ψεύτη!
Ψεύτη... Ψεύτη!
Η μέρα οργής, όπως η μαύρη νύχτα θα καλύψει τη γη.
Ο ήλιος θα δύσει για πάντα στο σκοτάδι.
Τη μέρα οργής το πυρ της Κόλασης θα μας κάψει.
Οι φλόγες θα πέσουν πάνω μας.
Θα αφανιστεί το όμορφο παλάτι του κόσμου.
Η μέρα οργής θα μας αφυπνίσει απ' τον ωχρό ύπνο.
Σήμερα, μια πολύ όμορφη μέρα, η Χέρλοφς Μάρτε...
κάηκε στην πυρά δοξάζοντας τον Κύριο.
Θεέ μου, προσεύχομαι με όλη μου την καρδιά.
Βοήθησέ με στη μεγάλη συμφορά μου!
Υπήρξα πιστός σου υπηρέτης, φύλακας των εντολών σου.
Όμως βαθιά μέσα μου ριγώ από αμφιβολίες.
Κύριε, ας με φωτίσει το φως Σου.
Ας με βγάλει από αυτό το φοβερό σκοτάδι.
Εισάκουσέ με, Θεέ μου, εις το όνομα του Υιού Σου.
- Θέλεις τίποτα; - Ναι...
Κάτι σε βασανίζει.
Τι είναι; Πες το στη μητέρα σου.
Μητέρα... αμάρτησα.
Αμάρτησα ενώπιον του Θεού.
Του είπα ένα ψέμα.
Πώς; Σε μένα μπορείς να μιλήσεις.
Είμαι μητέρα σου.
Ναι, όμως πρέπει να δώσω μόνος μου τη μάχη.
Από τότε που πήραν τη Χέρλοφς Μάρτε, άλλαξες.
Τώρα που κάηκε στην πυρά, συμπεριφέρεσαι παράξενα.
Κατήγγειλε κανέναν...
και το κράτησες μυστικό;
Όχι, δεν κατήγγειλε κανέναν ζωντανό.
Κανέναν ζωντανό;
Κοίταξες ποτέ τα μάτια της ’ννε;
Τα είδες πώς καίνε;
Σκέφτομαι τη μητέρα της.
Έτσι έκαιγαν και τα δικά της μάτια.
Γιατί μου το λες αυτό;
Ίσως έρθει μια μέρα που θα χρειαστεί να διαλέξεις.
- Ανάμεσα σε τι; - Στον Θεό και στην ’ννε.
Τα λες αυτά, επειδή μισείς την ’ννε.
Όχι. Το λέω, επειδή σε αγαπώ!
- Καληνύχτα, γιαγιά. - Καληνύχτα, Μάρτιν.
- Καληνύχτα! - Καληνύχτα.
- Καληνύχτα, πατέρα. - Καληνύχτα, αγόρι μου.
’ννε... Πρέπει να μιλήσουμε για κάποιο θέμα.
Κάτι που αφορά τη μητέρα σου.
Τη μητέρα μου;
- Το ότι η μητέρα... - Το ξέρεις;
Ναι... Αλλά είναι αλήθεια;
Ομολόγησε.
Τι ομολόγησε;
Πως είχε τη δύναμη να καλεί.
Μπορούσε να καλεί ζωντανούς και πεθαμένους.
Κι εκείνοι έρχονταν.
Αν επιθυμούσε τον θάνατο κάποιου, αυτό συνέβαινε.
Αλήθεια είναι πως την έσωσες, για να με αποκτήσεις;
Με κατηγορείς γι' αυτό;
Επειδή φέρθηκες καλά στη μητέρα; Όχι.
Αλλά;
Υπήρξες καλός μαζί μου;
Δεν ήμουν καλός σύζυγος;
Ναι, ήσουν. Με ρώτησες αν σε αγαπούσα;
Ήσουν τόσο νέα, ένα παιδί.
Όμως, σε αγαπούσα;
Περίεργο... Ποτέ δεν το σκέφτηκα.
Μάλλον όχι.
Κράτησέ με κοντά σου. Κάνε με ευτυχισμένη.
Θα κλειστώ στον εαυτό μου. Έχω να πω πολλά με τον Θεό.
Καληνύχτα, ’ννε.
Κοίτα μέσα στα μάτια μου.
Τα υπέροχα μάτια σου...
τόσο παιδικά...
αγνά και καθάρια!
Καληνύχτα.
Τι έκανε η μητέρα μου;
Καλούσε ζωντανούς και νεκρούς, κι αυτοί έρχονταν;
Γιατί ρωτάς;
Είναι περίεργη η δύναμη που είχε η μητέρα...
Ένας άνθρωπος να αποκτήσει τόση δύναμη!
Μπορώ... Μπορώ...
’ννε, εσύ κλαις!
Σε βλέπω μέσα από τα δάκρυα.
Δάκρυα που εγώ τα σκουπίζω.
Κανένας δεν έχει μάτια όπως τα δικά σου.
Πώς είναι; Παιδικά;
Αγνά και καθάρια;
Όχι. Βαθιά και μυστήρια.
- Όμως εγώ βλέπω μέσα τους... - Τι βλέπεις;
Μια φλόγα που τρεμοπαίζει.
- Εσύ την άναψες. - ’ννε...
Πάμε στις σημύδες.
Πόσο ευτυχισμένη είμαι!
Απλώς να σου λέω: "Σ' αγαπώ"...
και να ξέρω πως εμείς οι δυο...
- Πάντα ήσουν στη σκέψη μου. - Κι εσύ στα όνειρά μου.
Εδώ είναι η πηγή. Έλα...
- Θέλεις κι άλλο; - Όχι νερό.
Τότε τι; Πιες!
- ’κου τον ψίθυρο... - Έχουν φωνή τα αγριόχορτα;
- Τι μουρμουρίζουν; - Ένα τραγούδι για μας.
- Τραγούδι για την αγάπη σου. - Και τη δική σου.
Μάρτιν, κράτα με κοντά σου.
Πάρε με και κάνε με ευτυχισμένη.
...από κάθε κακό και κίνδυνο εκείνη τη μέρα...
για να παρουσιαστούμε καθάριοι μπροστά Σου.
Ευλογημένο το όνομά Σου εις τους αιώνας των αιώνων.
- Να διαβάσω ακόμα λίγο; - Ναι, ευχαρίστως.
Αυτά είπε η Σάρον στον φίλο της.
"Υπέροχος είσαι εσύ, που σε αγαπά η καρδιά μου."
"Είσαι σαν μηλιά ανάμεσα στα δέντρα του δάσους."
"Στη σκιά σου θα καθίσω..."
Αρκετά σε ακούσαμε για σήμερα, ’ννε.
Σταμάτα επιτέλους!
Μισητή γυναίκα!
- Όμως, γιαγιά... - Ναι, το εννοώ.
Μάρτιν, τι σου κάναμε;
Απομακρύνθηκες πολύ από τον πατέρα σου και από μένα.
Να μου υποσχεθείς πως θα σκέφτεσαι τον πατέρα σου...
πως δεν θα του προκαλέσεις πόνο.
- Μάρτιν, μου το φέρνεις; - Ναι...
Η γιαγιά δεν σε συμπαθεί.
Πειράζει; Φτάνει να είσαι εσύ καλός μαζί μου.
’ννε, πώς θα τελειώσει αυτό;
Φίλα με.
Τότε, θα σε φιλήσω εγώ.
- Ορίστε! - Ευχαριστώ.
Κλείσε την πόρτα.
Πρώτη φορά ακούω την ’ννε να γελάει έτσι.
Πόσο έχει αλλάξει!
Ακόμα και η φωνή της άλλαξε!
Ναι, είναι αλλαγμένη.
Όταν τους βλέπω μαζί...
νιώθω πόσο γέρος είμαι και πόσο νέα είναι αυτή.
Είναι καλό που ο Μάρτιν επέστρεψε στο σπίτι.
Θα πάω μαζί τους. Θα γίνω νέος με τους νέους.
Τι ωραία που είναι να σε ακούω να γελάς!
- Πρέπει να πηγαίνουμε. - Πού;
Στο ποταμάκι.
Ήθελα να μελετήσεις το κήρυγμά μου.
- Ευχαρίστως, πατέρα. - Δε γίνεται αργότερα;
Το περίμενα με τόση ανυπομονησία!
Ποτέ δεν θα σου στερούσα τη χαρά. Πηγαίνετε.
Ήρθε ο βοηθός του εφημέριου.
Ο πρεσβύτερος Λαυρέντιος στέλνει μήνυμα. Πεθαίνει.
- Πεθαίνει ο Λαυρέντιος; - Ζητά να τον προετοιμάσετε.
- Έφερα τα ιερά σκεύη. - Ναι... ναι...
Πόσο ζωντανά είναι τα χέρια σου!
Τα δάχτυλά σου...
Ο καρπός σου...
- Νιώθω τον σφυγμό σου. - Χτυπάει για σένα.
Ο ήλιος βάφει τα μάγουλά σου.
Δεν τα βάφει ο ήλιος, αλλά η ευτυχία.
Η ευτυχία; Πόσο θα κρατήσει;
Για πάντα!
’ννε, πού θα καταλήξουμε;
Όπου μας πάει το ρεύμα!
- Θα έρθει μια μέρα... - Μην το σκέφτεσαι.
Βλέπω τον πατέρα συνέχεια μπροστά μου.
Εγώ βλέπω μόνο εσένα.
Ναι, εδώ ξαπλώνω.
Σαν μωρό αθώο στην αγκαλιά της μάνας.
Η Χέρλοφς Μάρτε δεν με ξέχασε.
Τι θέλεις να πεις;
Μου έταξε θάνατο.
’ξιζε την τιμωρία της.
Ναι, βέβαια.
’ννε, άφησέ με να φύγω.
- Να φύγεις; - Ναι, ας χωρίσουμε για λίγο.
Να χωρίσουμε; Να χωρίσουμε...
Πώς μπορούμε να χωρίσουμε εμείς οι δύο;
Σκέψου τι δώσαμε ο ένας στον άλλο.
Κοίτα το δέντρο.
- Ναι, λυγίζει από λύπη. - Όχι, λυγίζει από λαχτάρα.
Θρηνεί για μας.
Ποθεί την εικόνα του στο νερό.
Όπως αυτά δεν χωρίζουν...
έτσι δεν χωρίζουμε κι εμείς.
Το σώμα μου έγινε από χώμα...
και στο χώμα θα επιστρέψει.
Την ψυχή μου ο Θεός μου την έδωσε...
και στον Θεό την παραδίδω.
Κράτα τα χέρια μου.
Να σε κρατώ...
μέχρι να παγώσουν τα χέρια μου.
- Γρήγορα θα σε ακολουθήσω. - Με παρηγορείς;
Όχι... Συχνά νιώθω τον θάνατο να πλησιάζει.
Όμως θα τον αντιμετωπίσω με θάρρος κι ελπίδα!
"Με τον θάνατο αρχίζουμε τη ζωή."
’ννε, να πεθαίναμε τώρα...
Να πεθαίναμε;
- Γιατί; - Για να εξιλεωθούμε.
Είναι αμαρτία να αγαπάς;
Μη μιλάς, μη σκέφτεσαι... Σκέψου μόνο...
πως ανήκουμε ο ένας στον άλλον!
"Είσαι σαν μηλιά ανάμεσα στα δέντρα του δάσους."
"Στη σκιά σου θα καθίσω..."
Τι καιρός!
Μετά την καταιγίδα θα ακούσουμε για συμφορές.
Στις μέρες μας ακούμε μόνο άσχημα μαντάτα.
Θυμήθηκες την μπύρα του ’μπσαλον;
Όχι, την ξέχασα.
Το σώμα του Κυρίου που πέθανε...
για σενα και τις αμαρτίες σου...
θα σου δώσει τη δύναμη της αληθινής πίστης...
για να κερδίσεις την αιώνια ζωή.
Το αίμα του Κυρίου που κύλησε από τον Σταρό...
θα σου δώσει τη δύναμη της αληθινής πίστης.
για να κερδίσεις την αιώνια ζωή.
- Όχι, μην κοιτάζεις. - ’φησέ με να δω.
- Βλέπεις τι είναι; - Μια αχλαδιά.
Όχι δα! Φαίνεται καθαρά πως είναι μηλιά!
- Εκεί πάνω έχει ένα άνθος. - Μόνο ένα;
Ναι, στη μηλιά μου υπάρχει μόνο ένα άνθος.
Μακάρι ο ’μπσαλον να μην περάσει το ποταμάκι.
Αν ήξερα από πού θα ερχόταν, θα πήγαινα να τον πάρω.
Αν πας από το ποταμάκι, αυτός ίσως πάει από γύρω.
Αν πας από γύρω, αυτός ίσως περάσει το ποταμάκι.
Θα καταλαβαίνεις πως η ’ννε θέλει να μείνεις στο σπίτι.
Μα έχει δίκιο. Ανώφελο να περι- φέρομαι άσκοπα στο σκοτάδι.
Καλύτερα να περιμένουμε εδώ τον πατέρα.
Τότε θα περιμένουμε όλοι.
- Θα μείνεις εδώ; - Ναι.
Τότε, εγώ θα πάω για ύπνο.
Θεέ μου, λυπήσου τους ναυτικούς!
Ναι, κι αυτούς που δεν είναι στη θάλασσα!
- Σκέφτεσαι τον ’μπσαλον; - Ναι... Κι εσένα!
Δεν υπάρχει τίποτα πιο σιωπηλό...
από μια καρδιά που έπαψε να χτυπάει.
Πρέπει να παντρευτείς.
Δεν επείγει.
Κανέναν δεν αγαπώ όσο τον πατέρα σου.
Ο Θεός μού έδωσε τον γιο που επιθυμούσα...
και θα τον υπερασπιστώ, μέχρι να πεθάνω.
Γιαγιά, γιατί δεν συμπαθείς την ’ννε;
Απ' ό,τι ξέρω, ποτέ δεν την έβλαψα.
Όμως δεν τη συμπαθείς.
Όχι, Μάρτιν. Δεν τη συμπαθώ. Τη μισώ!
Τη γυναίκα του πατέρα;
Είναι το μόνο φαρμάκι που με πότισε...
όταν την έφερε στο σπίτι.
- Πώς μιλάς έτσι; - Πρέπει. Είναι η αλήθεια.
Μια μικρή αθώα γυναίκα!
Αθώα;
Μια του λόγου της...
Είπα ό,τι ήθελα να πω.
Και τώρα πηγαίνω να κοιμηθώ.
Καληνύχτα, Μάρτιν.
Ο Θεός να σε ευλογεί!
- ’ννε μου... - Δική σου, ναι...
Δική μου, αλλά γυναίκα του πατέρα μου!
Γυναίκα του, ναι... Μα ποτέ δεν τον αγάπησα!
Ούτε κι αυτός με αγάπησε ποτέ.
Ποτέ δεν τον σκέφτεσαι;
Ναι, συχνά σκέφτομαι, αν είχε πεθάνει...
- Επιθυμείς να πεθάνει; - Όχι... όχι!
Σκέφτομαι μόνο... αν είχε πεθάνει.
Είστε άρρωστος, πρεσβύτερε ’μπσαλον;
Ένιωσα σαν να με προσπέρασε ο θάνατος.
- Ο θάνατος; - Ναι, ας το ξεχάσουμε.
Στη θάλασσα μακριά θα ζήσουμε σε ένα σπιτάκι.
Κάθε πρωί θα ξυπνώ στην αγκαλιά σου.
Θα σε ξυπνώ με ένα φιλί.
Πολλή ώρα θα μένουμε έτσι ξαπλωμένοι.
Μετά θα ακούσουμε το κλάμα του μικρού Μάρτιν...
Θα τον παίρνω στην αγκαλιά μου...
Κι όπως εγώ βρήκα ζωή στην αγκαλιά σου...
έτσι κι αυτός θα βρει ζωή στη δική μου.
Θα του δώσω όση τρυφε- ρότητα μού χάρισες...
καθώς θα του ψιθυρίζω το τραγούδι μας.
Δεν είναι υπέροχες σκέψεις;
Ναι, αλλά είναι μόνο ένα όνειρο.
Πειράζει; Όμως είναι ένα όμορφο όνειρο.
Δεν πήγατε ακόμη για ύπνο;
Όχι, σε περιμέναμε ο Μάρτιν κι εγώ.
- Καλησπέρα, πατέρα. - Καλησπέρα, Μάρτιν.
Ευχαριστώ.
Έλειψες πολλή ώρα.
Πώς είναι ο πρεσβύτερος Λαυρέντιος;
Ο Θεός τού χάρισε έναν ήρεμο θάνατο.
Θέλεις λίγη μπύρα; Ήταν κοντά στη φωτιά.
Ευχαριστώ, ’ννε. Σας ευχα- ριστώ που με περιμένατε.
Πατέρα, είσαι κουρασμένος. Πήγαινε να ξεκουραστείς.
Είμαι κουρασμένος, αλλά δεν θα βρω ηρεμία.
Επιστρέφω από κάποιον που πέθανε αναμάρτητος.
Όταν σκέφτομαι τα βογκητά που άκουσα...
δίπλα στα τόσα νεκρο- κρέβατα που στάθηκα...
δε βλέπω παρά μόνο αμαρτία... αμαρτία...
Η στιγμιαία ευχαρίστηση, μια μυστική αμαρτία...
Ω, Κύριε...
Τι βίο διάγουν οι άνθρωποι!
Μιλάς τόσο περίεργα, πατέρα!
Επειδή νιώθω μια περίεργη ανησυχία.
Λίγο πριν...
ένιωσα να πλησιάζει ο θάνατος.
Δεν είδα τίποτα, δεν άκουσα τίποτα...
Αλλά στα τρίσβαθα της ψυχής μου...
ένιωσα πως ο θάνατός μου είχε αποφασιστεί.
Πατέρα, είσαι κουρασμένος. Είσαι άρρωστος.
’ρρωστος δεν είμαι. Αλλά είμαι κουρασμένος.
Τώρα θα πάμε να αναπαυθούμε.
Καληνύχτα, αγόρι μου. Όνειρα γλυκά!
Μακάρι να σε αλάφρωνα από τις βαριές τις σκέψεις!
Έχεις να σκεφτείς τα δικά σου προβλήματα.
Δεν πρέπει να σκέφτεσαι τόσο πολύ τον θάνατο.
Έχεις δίκιο. Δεν μπορώ να απαλλαγώ από τη σκέψη.
- Ο θάνατός μου αποφασίστηκε! - Ποιος θα τον επιθυμούσε;
Ποιος άραγε;
’ννε, ποτέ δεν έχεις ευχηθεί να είχα πεθάνει;
Γιατί να το εύχομαι;
Επειδή... σε αδίκησα πολύ.
Δε σε ρώτησα αν ήθελες να γίνεις δική μου. Σε πήρα...
Πήρα τα νιάτα σου.
Κι αυτό το άδικο δεν μπορώ να το επανορθώσω.
Ναι, έχεις δίκιο...
Μου πήρες τα νιάτα και τη χαρά.
Φλεγόμουν για κάποιον που θα μπορούσα να αγαπήσω.
Ονειρευόμουν να κρατώ ένα παιδάκι...
Αλλά δεν μου έδωσες ούτε καν αυτό!
Με ρώτησες αν έχω επιθυμήσει τον θάνατό σου.
Ναι, εκατό φορές τον ευχήθηκα.
Τον ευχήθηκα, όταν ήσουν μαζί μου.
Τον ευχήθηκα, όταν με άφησες.
Αλλά πότε τόσο πολύ, όσο από τότε που με τον Μάρτιν...
- Ο Μάρτιν κι εσύ; - Ναι, εγώ κι ο Μάρτιν.
Τώρα το ξέρεις.
Και τώρα σε επιθυμώ νεκρό...
Νεκρό!
Πατέρα... πατέρα...
Τι συμβαίνει;
Να ξαγρυπνήσω εγώ;
Όχι, θα μείνει ο Μάρτιν.
Γιατί είσαι τόσο σιωπηλός; Μίλα!
- Ήξερε; - Τι εννοείς;
- Ήξερε ότι εμείς... - Μάρτιν...
Του το είπες... Ήξερε... Γι' αυτό με φώναξε.
Κρυώνω. Ζέστανέ με!
Ακούω ακόμη τη φωνή του.
Πατέρα! Πατέρα...
Μάρτιν, κλαις γι' αυτόν ή για μένα;
- Κλαίω για μένα. - Γιατί;
Μακάρι να είχα πεθάνει!
Τώρα όλα τελείωσαν.
Όχι, Μάρτιν. Τώρα αρχίζουν όλα.
- Όχι για μένα. - Για μας.
Γιατί να πεθάνει;
Για το χατίρι μας.
’ννε, σε φοβάμαι.
Φοβάμαι αυτή που αγάπησα.
- Φεύγεις; - Ναι.
Δε με σκέφτεσαι;
Τώρα σκέφτομαι μόνο αυτόν.
Γιαγιά, θα ξαγρυπνήσω εγώ.
Να ξαγρυπνήσω μαζί σου;
Όχι, θα προτιμούσα να μείνω μόνος.
Με αποφεύγεις;
Πιο πολύ αποφεύγω τον εαυτό μου.
Πρέπει γονατιστοί να του ζητήσουμε...
να μας συγχωρέσει.
Δε χρειάζεται να του ζητήσω να μας συγχωρέσει.
Όμως ξέρω πως θα μας είχε συγχωρέσει.
Τώρα μας κατηγορεί ενώπιον του Θεού.
Όχι, Μάρτιν. Μεσολαβεί για μας.
Βλέπει πόσο υποφέρουμε.
Θυμάσαι που είπες: "Αν πέθαινε..."
- Επιθυμούσες να πεθάνει. - Το σκέφτηκα υποθετικά.
Το επιθύμησες.
Αλλά τόσο πολύ, ώστε να πεθάνει;
Έχεις τη δύναμη να επιθυμήσεις τον θάνατό του;
Απάντησέ μου!
Θέλεις να καώ στην πυρά.
Σε ρωτώ... Έχεις τη δύναμη να ευχηθείς τον θάνατό του;
Έλα στα συγκαλά σου! Μάρτιν, σ' αγαπώ.
Σ' αγαπώ. Μόνο γι' αυτό είμαι ένοχη.
Επιθύμησες να πεθάνει.
Μη με τρελαίνεις! Μάρτιν, πίστεψέ με!
Δεν προκάλεσα τον θάνατό του.
Πες το εδώ, στο φέρετρό του!
Δεν είμαι εγώ η αιτία του θανάτου του, Μάρτιν.
- Με πιστεύεις τώρα; - Ναι.
’ννε... θα ξαναβρεθούμε άραγε ποτέ;
- Ποιος θα μας εμποδίσει; - Ο νεκρός.
Δεν είναι ο νεκρός αυτός που πρέπει να φοβόμαστε.
- Εννοείς τη Μερέτε; - Ναι.
Σ' αγαπώ, κι εσύ μ' αγαπάς.
Μαζί αμαρτήσαμε, μαζί θα σταθούμε στις δυσκολίες.
Αν με κατηγορήσει η Μερέτε, θα με υπερασπιστείς;
Ναι, αυτό σ' το υπόσχομαι.
Δε θα με εγκαταλείψεις;
Είμαστε πια τόσο δεμένοι, που δε γίνεται να χωρίσουμε.
Πιστεύω πως θα ξανάρθουν ηλιόλουστες μέρες...
παρ' όλο που τώρα δεν το περιμένουμε.
Η νύχτα σκεπάζει τα πάντα.
Η μέρα βυθίζεται χλωμή στον τάφο.
Οδήγησέ μας στον κήπο με τα ρόδα...
για να αντέξουμε την επίγεια ζωή μας.
Ω, τι θανάσιμος κίνδυνος! Η αμαρτία θα μας κολάσει!
Μόνο Εσύ μπορείς να μας σώσεις.
Γλυκέ Χριστέ, ο λόγος Σου και μόνο...
μπορεί να ευφράνει την ψυχή.
Ανάστησέ μας από τον θάνατο.
Μη μας λησμονήσεις.
Ως γιος και κληρονόμος του σεβαστού εκλιπόντος...
στέκομαι εδώ δίπλα στο φέρετρό του...
και σας ευχαριστώ που παρευρίσκεστε εδώ...
επίσης εκ μέρους της μητέρας και της συζύγου του.
Η καρδιά μου είναι τόσο θλιμμένη, ώστε...
Ο Θεός μού χάρισε...
τον καλύτερο πατέρα.
Πατέρα, όλες μου τις μέρες πρέπει να σε τιμώ...
με λόγια και με πράξεις.
Τώρα που πέθανες, βασανίζομαι...
για τον πόνο που σου προκάλεσα.
Αν ζούσες ακόμα, πόσο καλύ- τερος γιος θα ήμουν για σένα!
Συγχώρα με, αν με παρέσυραν τα συναισθήματά μου.
Και κάτι ακόμα.
Θα πω ακόμα κάτι από μέρους των συγγενών.
Κατά το έθιμο, μαρτυρώ ενώπιον Θεού και ανθρώπων...
πως κανείς δεν ευθύνεται για τον αιφνίδιο θάνατο.
Η σύζυγος ήταν μαζί του, όταν ήρθε ο θάνατος.
Ενώ η μητέρα του κι εγώ ήμασταν εκεί, όταν εξέπνευσε.
Τότε, ας ευλογήσουμε τον νεκρό.
Περιμένετε! Τώρα θα μιλήσω εγώ.
Αν ο γιος δεν πει την αλήθεια...
τότε πρέπει να την πει η μητέρα του.
Δολοφονημένος βρίσκεται ο γιος μου στο φέρετρο.
Κι αυτή που τον σκότωσε...
...κάθεται εκεί!
Απαιτώ ζωή για τη ζωή, αίμα για το αίμα.
Μην την πιστεύετε! Απαντώ εκ μέρους της συζύγου.
Δεν ευθύνεται αυτή για τον θάνατό του.
Καθεμιά λέξη που είπα είναι αληθινή.
Δε θα έπαιρνα εκδίκηση για τον πατέρα μου;
Όχι, δε θα έπαιρνες.
Επειδή σε έχει κι εσένα στη δύναμή της.
Σε δελέασε με τη βοήθεια του Κακού.
Με τη βοήθεια του Κακού σκότωσε τον άντρα της.
Την καταγγέλλω ως μάγισσα.
Ας το αρνηθεί, αν τολμάει!
Με τη βοήθεια του Κακού;
’κουσες την κατηγορία.
Για να γίνει γνωστή όλη η αλήθεια...
ακούμπα τον νεκρό κι ορκίσου.
Είσαι πρόθυμη κι έτοιμη για μια τέτοια διαδικασία;
’μπσαλον... έχω...
Μαρτυρώ...
Καταθέτω... εγώ...
Λοιπόν, πήρες την εκδίκησή σου.
Ναι... Σε σκότωσα...
με τη βοήθεια του Κακού.
Και με τη βοήθεια του Κακού...
αιχμαλώτισα τον γιο σου στη δύναμή μου.
Τώρα το ξέρεις. Τώρα...
Σε βλέπω μέσα από τα δάκρυα...
όμως κανείς δεν έρχεται να μου τα σκουπίσει.
Τη μέρα οργής...
θα αναληφθεί στον Ουρανό...
το αμαρτωλό κορμί και η φαύλη ψυχή.
Τη μέρα της οργής συγχώρεσέ μας.
Θλιβερό και άγιο ποτάμι δάκρυα...
Σώσε μας, Χριστέ, με το αίμα σου.
Απομαγνητοφώνηση: pl@tonicus