Tip:
Highlight text to annotate it
X
Η:Η Φύση του Νου
Τρίτο Μέρος
Η Ανάγκη για Ασφάλεια
Αυτή είναι μία από τις σειρές διαλόγων ανάμεσα στον Τζ. Κρισναμούρτι,
τους David Bohm, Rupert Sheldrake, και John Hidley.
Ο σκοπός αυτών των συζητήσεων είναι να εξερευνήσουμε ουσιαστικά θέματα
για το νου, για το τι είναι ψυχολογική αταξία,
και τι απαιτείται για μία θεμελιώδης ψυχολογική αλλαγή.
Ο Τζ. Κρισναμούρτι είναι ένας θρησκευτικός
φιλόσοφος, συγγραφέας, κι εκπαιδευτής,
που'χει γράψει και δώσει ομιλίες σε αυτά τα θέματα για πολλά χρόνια.
Έχει ιδρύσει πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια σχολεία
στα Ηνωμένα Έθνη, στην Αγγλία και στην Ινδία.
Ο David Bohm είναι καθηγητής θεωρητικής φυσικής
στο Κολλέγιο Birkbeck, στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου στην Αγγλία.
Έχει γράψει πολυάριθμα βιβλία αναφορικά με την θεωρητική φυσική
και την φύση της συνείδησης.
Ο καθηγητής Bohm και ο κ. Κρισναμούρτι
έχουν κάνει προηγούμενους διαλόγους πάνω σε πολλά θέματα.
Ο Rupert Sheldrake είναι βιολόγος,
o oποίος πρόσφατα δημοσίευσε ένα βιβλίο
προτείνοντας ότι η μάθηση σε κάποια μέλη του είδους
επηρεάζει τα είδη σαν σύνολο.
Ο δρ Sheldrake επί του παρόντος είναι σύμβουλος φυσιολόγος φυτών
στο Ινστιτούτο Διεθνούς Έρευνας Συγκομιδής
στο Hyderabad, στην Ινδία.
Ο John Hidley είναι ιδιώτης ψυχίατρος,
που'χει συνεργαστεί με το σχολείο Κρισναμούρτι
στο Οχάι, στην Καλιφόρνια τα τελευταία έξι χρόνια.
Στους πρώτους δύο διαλόγους έχει δοθεί ενδιαφέρον
στη διαδικασία της αυτό-ταύτισης.
Μία σειρά από θέματα έχουν σχετιστεί με αυτήν τη διαδικασία
συμπεριλαμβανομένου του προβλήματος του πόνου,
του ρόλου της σκέψης και της ανάμνησης,
των εικόνων, και την μοναδικότητα ή την ομοιότητα της συνείδησης.
Μπορούν αυτές οι διαδικασίες να παρατηρηθούν, και ποια είναι η σχέση
της παρατήρησης στην τάξη, στην υπευθυνότητα και την αλλαγή;
Η σημερινή συζήτηση επικεντρώνεται στην ερώτηση:
υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως απόλυτη ψυχολογική ασφάλεια;
Η:Θα θέλαμε να μιλήσουμε για το θέμα του εάν υπάρχει
μία βαθιά ασφάλεια, εάν ο εαυτός μπορεί να διαλυθεί.
Υποστηρίζετε ότι
εάν αυτό είναι δυνατόν, τότε τα προβλήματα
που τα άτομα φέρνουν στο γραφείο, τα προβλήματα...
Κ:Κύριε, γιατί αναζητάμε ασφάλεια, εκτός από την σωματική;
Εκτός από την εδαφική ασφάλεια,
γιατί θέλουμε ασφάλεια;
Η:Λοιπόν, γνωρίζουμε στιγμές ειρήνης κι ευτυχίας,
και θέλουμε να το σταθεροποιήσουμε αυτό και να το κρατήσουμε.
Κ:Τότε αυτό γίνεται μνήμη.
Η:Ναι. Κ:Όχι πραγματική ασφάλεια.
Μία μνήμη ότι κάποτε ήσασταν χαρούμενοι,
κι εύχομαι κάποιος να μπορούσε να επιστρέψει σε αυτό.
Ή προβάλλετε μία ιδέα και μία ελπίδα να το κατορθώσετε κάποια μέρα.
Αλλά γιατί τα ανθρώπινα όντα, πιθανότατα σε όλον τον κόσμο,
αναζητούν ασφάλεια; Ποια είναι η αιτία,
εάν μπορώ να το θέσω έτσι, η απαίτηση για ασφάλεια;
Τι κάνει τον κόσμο να ζητά ασφάλεια, ψυχολογικά;
Η:Λοιπόν, είναι απασχολημένοι, είναι γεμάτοι με τα προβλήματά τους.
Υπάρχει το αίσθημα ότι μπορώ να λύσω το πρόβλημα,
εάν μπορώ ν'ανακαλύψω ποια είναι η σωστή απάντηση, εάν...
Κ:Αυτό δεν είναι ασφάλεια, σίγουρα.
Υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα,
μεγάλη αίσθηση κενότητας σε κάποιον, μοναξιά.
Πραγματικά, μοναξιά - ας πάρουμε αυτό για παράδειγμα.
Η:Εντάξει.
Κ:Μπορεί να'μαι παντρεμένος, μπορεί να'χω παιδιά, κι όλα τα λοιπά αυτού,
αλλά ακόμη νιώθω απομονωμένος, μόνος.
Και είναι τρομακτικό, καταθλιπτικό,
και συνειδητοποιώ ότι είναι απομονωτικό.
Εξάλλου, η μοναξιά είναι η ουσία της απομόνωσης,
στην οποία δεν έχω καμία σχέση με κανέναν.
Είναι αυτός ένας από τους λόγους
που τα ανθρώπινα όντα αναζητούν ασφάλεια,
αυτήν την επιθυμία για ασφάλεια; Η:Ναι, για να το γεμίσουν.
Κ:Ή ακόμη βαθύτερα απ'αυτό.
Να είμαι ασφαλής στην πραγμάτωσή μου,
να είμαι ελεύθερος από τον φόβο, ελεύθερος από την αγωνία μου.
Θέλω να'μαι ελεύθερος απ'όλα εκείνα, έτσι ώστε να'μαι τελείως ασφαλής,
σε ειρήνη κι ευτυχία. Είναι αυτό που θέλουμε;
Η:Ναι. Κ:Είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο αναζητούμε;
Η:Και θέλουμε αυτό να'ναι σταθερό σταδιακά.
Κ:Σταθερό, μόνιμο-εάν υπάρχει κάτι μόνιμο.
Είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο εκλιπαρούμε
αυτό, απαιτούμε, εκλιπαρούμε για ασφάλεια;
Η:Ναι.
Κ: Αυτό σημαίνει να'μαι ελεύθερος από
φόβο, και τότε είμαι εντελώς ασφαλής.
Η:θυμίζει σαν να πρέπει να'μαι κατ'αυτόν
τον τρόπο προκειμένου να λειτουργήσω επαρκώς.
Κ: Η επαρκής λειτουργία έρχεται αργότερα.
Η:Τι εννοείτε;
Κ:Εάν είμαι ασφαλής, θα λειτουργήσω. Η:Ναι.
Κ:Εάν είμαι πολύ αγκιστρωμένος σε κάτι
που νομίζω ότι είναι σωστό ή λάθος,
θα δράσω σύμφωνα με εκείνες τις δύο αρχές.
Αλλά είναι ότι τα ανθρώπινα όντα είναι ανίκανα
να επιλύσουνε αυτόν τον βαθιά -ριζωμένο φόβο
-για παράδειγμα, παίρνω τον φόβο-
και δεν είναι ικανοί να τον επιλύσουν.
Η:Ναι, σωστά. Κ:Τους ψυχολογικούς φόβους.
Κ:Και το να΄μαστε ελεύθεροι απ'αυτό είναι να΄μαστε εκπληκτικά ασφαλείς.
Η:Λέτε ότι εάν μπορούμε να επιλύσουμε αυτά τα προβλήματα
σε ένα ουσιαστικό επίπεδο.
Κ:Αλλιώς ποιο είναι το θέμα, πως μπορώ να'μαι απόλυτα ασφαλής;
Η:Ναι.
Κ:Έτσι, είναι η σωματική ασφάλεια, του ψωμιού, του καταφύγιου,
της τροφής και της ένδυσης, που ξεχειλίζει στο ψυχολογικό πεδίο;
Καταλαβαίνετε τι εννοώ;
Η:Μήπως εννοείτε ότι απ'εκεί είναι που το ψυχολογικό αίσθημα της ανάγκης
για ασφάλεια προέρχεται; Κ:Ναι, εν μέρει.
Κάποιος πρέπει να'χει τροφή, και ρούχα, και κατάλυμα.
Αυτό είναι απόλυτα ουσιαστικό, αλλιώς εσείς οι τέσσερις
δεν θα καθόσασταν εδώ. Η:Ναι.
Κ:Στην έρευνα αυτού, ψυχολογικά επίσης,
θέλω να'μαι εξίσου ασφαλής.
Η:Φαίνεται να'ναι ίσα.
Κ:Ναι, εξετάζω εάν είναι έτσι.
Η:Ναι.
Κ:Ή η ψυχολογική επιθυμία να'μαστε
ασφαλείς εμποδίζει την σωματική ασφάλεια.
Η:Φαίνεται σαν η ψυχολογική επιθυμία να'μαστε ασφαλείς
εκδηλώνεται από την αναγκαιότητα να λειτουργήσει στην πραγματικότητα.
Κ:Θέλω να'μαι ψυχολογικά ασφαλής.
Η:Ναι.
Κ:Επομένως, προσκολλούμαι σε μία ομάδα, σε μία κοινότητα, σε ένα έθνος.
Η:Ναι.
Κ:Το οποίο τότε με εμποδίζει από το να'μαι ασφαλής.
Ασφάλεια σημαίνει μακροχρόνια ασφάλεια.
Αλλά εάν ταυτίζω τον εαυτό μου, στην έρευνά μου για ψυχολογική ασφάλεια,
και προσκολλούμαι σε ένα έθνος, η ίδια η απομόνωση
πρόκειται να με καταστρέψει. Η:Ναι.
Κ:Άρα, γιατί το αναζητάμε αυτό;
Η:Εντάξει, τότε λέτε ότι υπάρχει ένα λάθος,
το οποίο είναι αυτό με το οποίο ταυτίζουμε τους εαυτούς μας,
προσκολλούμαστε σε κάτι κι αναζητάμε ασφάλεια σε αυτό,
κι ότι αυτό είναι ουσιαστικά λάθος.
Κ:Ναι. Όχι, όχι ουσιαστικά. Δεν θα'πω σωστό ή λάθος.
Η:Εντάξει. Κ:Ρωτάω γιατί;
Γιατί το κάνουν αυτό τα ανθρώπινα όντα;
Ένα γεγονός που είναι σωστό σε όλον τον κόσμο, δεν είναι απλά
για κάποιες κοινότητες
-όλα τα ανθρώπινα όντα θέλουν να'ναι τόσο...
ακλόνητα ασφαλείς.
Η:Ναι. Κ:Γιατί;
Β:Λοιπόν, θεωρώ ότι οι άνθρωποι έχουν κάποιες απαντήσεις.
Βλέπετε, εάν πείτε, υπάρχει ένα νέο παιδί, ή ένα μωρό,
τώρα, νιώθει την ανάγκη να αγαπηθεί από τους γονείς του, και φαίνεται ότι
σε κάποιο στάδιο το βρέφος έχει την ανάγκη για ένα είδος
ψυχολογικής ασφάλειας, η οποία πρέπει να αλλάξει με την ηλικία, ίσως,
αλλά εφόσον δεν φροντίζεται συχνά καταλλήλως από τους γονείς,
αρχίζει να νιώθει χαμένο, όπως είπατε, μόνο, απομονωμένο,
κι εκεί εκδηλώνεται η απαίτηση να γίνει εσωτερικά ασφαλές.
Κ:Ένα μωρό πρέπει να'ναι ασφαλές.
Β:Ναι, ψυχολογικά καθώς και σωματικά, θα λέγατε;
Κ:Ναι. θα πρέπει να είναι.
Β:Τώρα, σε κάποιο στάδιο θα λέγατε ότι θα άλλαζε.
Κ:Ναι. Β:Δεν ξέρω σε ποια ηλικία.
Κ:Γιατί...Όχι, σε κάποια ηλικία, ένα μικρό μωρό,
ή ένας νεαρός, πρέπει να προστατεύεται.
Β:Με κάθε τρόπο, ψυχολογικά. Κ:Ναι, ψυχολογικά...
Β:Δεν πρέπει να σοκάρετε ψυχολογικά.
Κ:Το προστατεύεται με στοργή, παίρνοντάς το στα γόνατά σας,
αγκαλιάζοντας τον ή την, και κρατώντας του το χέρι,
τον κάνετε να νιώθει ότι τον αγαπάτε, ότι τον φροντίζετε.
Αυτό του δίνει το αίσθημα-εδώ είναι κάποιος,
που με προσέχει, και υπάρχει ασφάλεια εδώ.
Β:Ναι, και τότε υποθέτω, θα μεγαλώσει δίχως να απαιτεί αυτή την ασφάλεια.
Κ:Αυτό είναι. Εξετάζω, καθώς μεγαλώνει,
και καθώς αντιμετωπίζει τον κόσμο, γιατί εκλιπαρεί για ασφάλεια;
Β:Λοιπόν, νομίζω ότι πολύ λίγα παιδιά
έχουν ποτέ αυτήν την αγάπη για να ξεκινήσουν.
Κ:Α, αυτό είναι. Επομένως μήπως είναι αυτό το πρόβλημα;
Β:Λοιπόν, δεν ξέρω, αλλά ο ένας παράγοντας είναι εκεί.
Κ:Ότι δεν αγαπάμε πραγματικά;
Κι εάν κάποιος αγαπά,
δεν υπάρχει ανάγκη για ασφάλεια.
Δεν σκέφτεστε καν για την ασφάλεια.
Εάν σας αγαπώ, όχι διανοητικά, όχι
επειδή μου δίνετε θάρρος, σεξ, ή αυτό, ή εκείνο,
εάν πράγματι έχω αυτήν την βαθιά αίσθηση αγάπης για τον άλλον,
ποια είναι η ανάγκη για ασφάλεια;
Είναι δική μου ευθύνη να δω ότι είστε ασφαλής.
Αλλά δεν το απαιτείτε. Η:Ναι.
Κ:Αλλά τα ανθρώπινα όντα το απαιτούν. Κι άραγε σημαίνει αυτό
ότι δεν αγαπάμε τον άλλον;
Η:Ναι, σημαίνει ότι αυτό που αγαπάμε είναι...
Κ:Σας αγαπώ γιατί μου δίνετει κάτι.
Η:Ναι.
Με κάνετε να νιώθετε σαν να πρόκειται να πάρω την ασφάλεια που λαχταρώ.
Κ:Ναι. Άρα, όχι, περιφερόμαστε γύρω απ'αυτό. Γιατί;
Γιατί θέλω ασφάλεια, έτσι ώστε να νιώθω εντελώς ικανοποιημένος,
δίχως φόβο, δίχως ανησυχία, δίχως αγωνία, και τα λοιπά;
Είναι ο φόβος η ρίζα όλων αυτών;
Η:Α, φαίνεται να'χουμε ήδη αναφέρει κάποια πράγματα
που είναι η ρίζα αυτού. Καθώς το μωρό μεγαλώνει και δεν αγαπιέται,
νιώθει την ανάγκη γι'αυτό, το θυμάται,
προσπαθεί να επιστρέψει σε αυτό, ή να το πάρει ως ενήλικας,
φοβάται επειδή δεν είναι προστατευμένος,
κι ως ενήλικας προσπαθεί να πάρει αυτήν την προστασία.
Κ:Ή, κύριε, μήπως είναι ασυνείδητα
ξέρουμε ότι ο εαυτός, το εγώ
είναι πραγματικά εντελώς ασταθής.
Η:Λέτε ότι στην φύση του είναι εντελώς ασταθής;
Κ:Μέσα στην φύση του, ασταθής.
Κι άρα, υπάρχει αυτή η ανησυχία για ασφάλεια, έξω ή μέσα.
Η:Γιατί λέτε ότι είναι εντελώς ασταθής;
Κ:Δεν είναι;
Δεν είναι η συνείδησή μας ασταθής;
Η:Φαίνεται να'χουμε δύο πλευρές σε αυτό. Η μία πλευρά λέει ότι
εάν θα μπορούσα να πάρω τα τάδε, θα ήμουν σταθερός.
Κ:Ναι. Και υπάρχει μία αντίφαση σε αυτό.
Μπορεί να μην είμαι.
Η: Μπορεί να μην είμαι. Κ: Ναι, βέβαια.
Η:Δεν είμαι ακόμη, αλλά θα γίνω. Κ:Θα γίνω.
Η:Ναι.
Κ:Όχι, ακόμη πιο ουσιαστικά, δεν είναι αυτός...
ο ίδιος ο εαυτός σε μία κατάσταση κίνησης, αβεβαιότητας,
προσκολλημένος, ο φόβος της προσκόλλησης-όλα αυτά;
Αυτή είναι μία κατάσταση έλλειψης σταθερότητας.
Ως εκ τούτου, ρωτώ, είναι αυτός ο λόγος
που τα ανθρώπινα όντα ασυνείδητα,
γνωρίζοντας την αστάθεια του εαυτού,
θέλουν ασφάλεια-Θεό, σωτήρα;
Η:Θέλοντας κάτι απόλυτο.
Κ:Ναι, εντελώς...αυτό θα τους δώσει πλήρη ικανοποίηση.
Διότι η συνείδησή μας είναι τα περιεχόμενά της.
Σωστά; Η:Ναι.
Κ:Και τα περιεχόμενα είναι πάντα σε αντίφαση.
Πιστεύω...Η:Ακριβώς.
Κ:...κι ακόμη φοβάμαι το να μη πιστεύω.
Η:Γι'αυτό το λόγο λέτε ότι είναι στην ουσία ασταθής.
Κ:Προφανώς, είναι ασταθής. Τόσο ξεκάθαρα ασταθής.
Θέλω αυτό το πράγμα, και κάποια άλλη επιθυμία εμφανίζεται και λέει,
"Μην έχετε αυτό, για όνομα του θεού". Υπάρχει αυτή η αντίφαση,
υπάρχει δυαδικότητα, όλα αυτά υπάρχουν στην συνείδησή μας:
φόβος, ευχαρίστηση, φόβος θανάτου,
ξέρετε όλο το περιεχόμενο της συνείδησής μας-όλα αυτά.
Επομένως αυτό είναι ασταθές.
Η:Τώρα, αισθάνοντας όλα αυτά, οι άνθρωποι γενικά λένε,
"Αυτό το πρόβλημα είναι πολύ βαθύ, ή πολύ περίπλοκο,
δεν υπάρχει περίπτωση να το λύσετε,
μπορούμε απλά να κάνουμε κάποιες διευθετήσεις".
Κ:Ναι, ναι. Και σ'αυτή τη διευθέτηση επίσης υπάρχει έλλειψη σταθερότητας.
Άρα, ασυνείδητα θα πρέπει να υπάρχει η λαχτάρα για ασφάλεια.
Συνεπώς, επινοούμε το Θεό.
Η:Συνεχίζουμε να επινοούμε πολλά διαφορετικά πράγματα
ελπίζουμε ότι θα μας δώσει ασφάλεια.
Κ:Δημιουργούμε το Θεό, είναι το δικό μας δημιούργημα.
Δεν είμαστε το δημιούργημα του Θεού, μακάρι να'μασταν.
Θα ήμασταν εντελώς διαφορετικοί.
Έτσι, υπάρχει αυτή η απατηλή επιθυμία για ασφάλεια.
Η:Περιμένετε ένα λεπτό, γιατί λέτε ότι είναι απατηλό;
Κ:Επειδή επινοούν κάτι, στο οποίο ελπίζουν ότι θα'ναι ασφαλείς.
Η:Α, μάλιστα. Ναι.
Κ:Επομένως, εάν το περιεχόμενο της συνείδησής μας μπορεί να αλλάξει
-σε εισαγωγικά να αλλάξει -θα υπήρχε ανάγκη για ασφάλεια;
Η:Εάν θα μπορούσαμενα αφαιρέσουμε όλες αυτές τις αντιφάσεις;
Κ:Ναι, τις αντιφάσεις.
Η:Τότε ίσως θα είχαμε την ασφάλεια,
διότι η συνείδησή μας θα ήταν σταθερή.
Κ:Έτσι ώστε ίσως...Μπορεί να μην το αποκαλούμε ασφάλεια.
Το να είμαστε ασφαλείς, που είναι
πράγματι μία αηδιαστική επιθυμία, λυπάμαι.
Να είμαστε ασφαλείς σε τι; Για ποιο πράγμα;
Προσωπικά, ποτέ δεν σκέφτηκα την ασφάλεια. Μπορεί να πείτε, καλά,
"Σας πρόσεχαν, σας φρόντιζαν άλλοι",
κι όλα τα λοιπά αυτού, άρα δεν χρειάζεται εσείς
να σκεφτείτε την ασφάλεια, αλλά ποτέ -δεν θέλω ασφάλεια.
Χρειάζομαι, βέβαια, χρειάζομαι τροφή, ρούχα και κατάλυμα,
αυτό είναι κατανοητό, κάποιον να...
Η:Αλλά μίλαμε για την ψυχολογική ασφάλεια.
Κ:Ναι, μιλώ για ένα πιο βαθύ θέμα.
Η:Και λέτε ότι αυτό προκύπτει επειδή
τα περιεχόμενα της συνείδησης δεν είναι πλέον αντιφατικά.
Κ:Υπάρχει μία συνείδηση...
μπορεί να μην είναι αυτό που ξέρουμε ως συνείδηση,
μπορεί να'ναι κάτι εντελώς διαφορετικό.
Όλα αυτά που ξέρουμε είναι ο φόβος, ανταμοιβή κι ευχαρίστηση,
κι ο θάνατος,
και η συνεχής σύγκρουση στη σχέση-σ'αγαπώ, αλλά...
Η:Μέσα σε όρια. Κ:Μέσα σε όρια.
Δεν ξέρω εάν αυτό αποκαλείται αγάπη.
Επομένως, το περιεχόμενο της συνείδησης είναι όλα αυτά,
που είμαι εγώ. Η συνείδησή μου είμαι εγώ.
Σε αυτήν την περίπλοκη, αντιφατική, δυαδική ύπαρξη,
το ίδιο το γεγονός δημιουργεί την απαίτηση για ασφάλεια.
Η:Ναι.
Κ:Επομένως, μπορούμε να εξοντώσουμε τον εαυτό; (γέλια)
Η:Αλλά δεν έχουμε-έχουμε εμβαθύνει στον εαυτό;
Μοιάζει σαν να υπάρχει κάποιος εκεί μέσα, εδώ μέσα, που πρόκειται
να ξεγελάσει όλα αυτά τα πράγματα και να ξεφορτωθεί τις αντιφάσεις.
Κ:Αλλά αυτό σημαίνει ότι είστε διαφορετικοί απ'αυτό, από τη συνείδηση.
Η:Σωστά.
Κ:Αλλά είστε αυτό! Είστε η ευχαρίστηση, είστε ο φόβος,
είστε κάθε πίστη-είστε όλα αυτά.
Νομίζω ότι...
παρακαλώ μη συμφωνείτε με αυτά που συζητάμε, με αυτά που λέω.
Μπορεί να'ναι όλα κουταμάρες.
Η:Νομίζω ότι υπάρχει πολλοί άνθρωποι που δεν θα συμφωνούσαν με αυτό.
Νομίζω ότι θα έλεγαν ότι...
Κ:Ξέρω ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που δεν θα συμφωνούσαν,
επειδή δεν έχουν εμβαθύνει σε αυτό.
Απλά θέλουν να τα παραμερίσουν όλα.
Η:Ας το δούμε αυτό. Υπάρχει ένας εαυτός μου διαχωρίζει, που πρόκειται
να'ναι ικανός να επιλύσει κατά κάποιον τρόπο αυτές τις αντιφάσεις;
Κ:Όχι!
S: Αλλά πως το ξέρετε; Εννοώ, μου φαίνεται ότι υπάρχει...
τουλάχιστον, μπορεί να΄ναι απατηλό, αλλά είναι πολύ εύκολο να σκεφτούμε
ότι κάποιος είναι διαχωρισμένος από κάποια από τα προβλήματα,
κι ότι υπάρχει κάτι μέσα του που μπορεί να πάρει αποφάσεις.
Κ:Γιατρέ, είμαι ξεχωριστός από τον φόβο μου;
Είμαι ξεχωριστός από την αγωνία την οποία περνάω; Την κατάθλιψη;
S: Λοιπόν, νομίζω ότι υπάρχει κάτι μέσα του,
που μπορεί να εξετάζει αυτά τα πράγματα, και γι'αυτό το λόγο υποδεικνύει
ότι υπάρχει κάποιο είδος διαχωρισμού.
Κ:Διότι υπάρχει ο παρατηρητής ξεχωριστά από το παρατηρούμενο.
S: Ναι. Κ: Είναι έτσι;
S: Λοιπόν, φαίνεται να'ναι έτσι. Κ:Φαίνεται να'ναι έτσι!
S: Τώρα, αυτό φαίνεται να'ναι το πρόβλημα, ότι έτσι μοιάζει να'ναι.
Εννοώ, με την εμπειρία μου, βέβαια, και πολλών άλλων ανθρώπων,
όντως φαίνεται ότι υπάρχει ένας παρατηρητής που παρατηρεί πράγματα
όπως τον φόβο και τις αντιδράσεις κάποιου. Και φαίνεται πολύ ξεκάθαρα,
Βρίσκω, στην αϋπνία, εάν κάποιος προσπαθεί να κοιμηθεί,
υπάρχει ένα μέρος του, που, ας πούμε, απλά συνεχίζει
με ανόητες ανησυχίες και γελοίες σκέψεις, γύρω τριγύρω",
υπάρχει ένα άλλο κομμάτι του που λέει, "Θέλω πράγματι να κοιμηθώ,
μακάρι να μπορούσα να σταματήσω όλες αυτές τις ανόητες σκέψεις".
Κι εκεί έχει την πραγματική εμπειρία
ενός εμφανούς διαχωρισμού. Κ:Ναι. Βέβαια, βέβαια.
S: Συνεπώς, αυτό δεν είναι απλά μία θεωρία,
είναι ένα πραγματικό γεγονός εμπειρίας
ότι υπάρχει αυτού του είδους ο διαχωρισμός.
Κ:Συμφωνώ, συμφωνώ.
Αλλά γιατί υπάρχει αυτή η διαίρεση;
S: Λοιπόν, αυτή είναι μία καλή... Κ:Ποιος δημιούργησε την διαίρεση;
S: Μπορεί να είναι απλά ένα γεγονός.
Κ:Τι μπορεί;
S: Μπορεί να'ναι απλά ένα γεγονός. Κ:Είναι όντως έτσι; Θέλω να το εξετάσω.
S: Ναι, το ίδιο κι εγώ. Εννοώ, είναι όντως ένα γεγονός ότι η συνείδηση,
όπως ήταν, έχει επίπεδα, κάποια εκ των οποίων μπορούν να εξετάσουν άλλα,
ένα την κάθε φορά;
Κ:Όχι. Θα μπορούσατε ευγενικά να σκεφτείτε,
είναι ο φόβος διαφορετικός απ'εμένα;
Μπορεί να επιδρώ στον φόβο, ίσως να πω, "Πρέπει να τον καταστείλω,
μπορεί να τον εκλογικεύσω, μπορεί να
τον ξεπεράσω", αλλά ο φόβος είμαι εγώ.
S: Λοιπόν, συχνά...Κ:Επινοώ τον διαχωρισμό μόνον
όπου θέλω να επιδράσω σε αυτόν.
Αλλά εξάλλου εγώ είμαι ο φόβος.
S: Ο κοινός και συνηθισμένος τρόπος για να το αναλύσουμε θα ήταν να πούμε
"Νιώθω φοβισμένος" λες και η φοβία ήταν ξεχωριστή από το Εγώ.
Θέλω να φύγω απ'αυτήν την κατάσταση του να νιώθω φόβο,
επομένως θέλω να ξεφύγω απ'αυτόν, αφήνοντας τον φόβο πίσω,
και το Εγώ θα περάσει πέρα απ'αυτόν και κάπως θα δραπετεύσει.
Αυτός είναι ο φυσιολογικός τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε. Κ:Το ξέρω.
S: Άρα, που είναι το λάθος σε αυτό;
Κ:Διατηρείτε αυτή τη σύγκρουση.
Β:Αλλά νομίζω ότι λέει ότι μπορεί να'ναι αναπόφευκτο.
S: Μπορεί να'ναι αναπόφευκτο, βλέπετε. Κ:Το εξετάζω.
Β:Καλά...Πως προτείνετε να δείξετε ότι δεν είναι αναπόφευκτο;
Κ:Πρώτα απ'όλα, όταν υπάρχει θυμός, τη στιγμή του θυμού
δεν υπάρχει κανένας διαχωρισμός.
Σωστά;
S: Όταν είστε πολύ θυμωμένος...Κ:Βέβαια.
S: ...αυτό που λέμε είναι ότι χάνετε τον έλεγχο του εαυτού σας,
κι ότι ο διαχωρισμός εξαφανίζεται, γίνεστε εσείς ο θυμός, ναι.
Κ:Τη στιγμή που'στε πραγματικά θυμωμένος,
δεν υπάρχει κανένας διαχωρισμός.
Ο διαχωρισμός λαμβάνει χώρα μόνον μετά.
"Ήμουν θυμωμένος". Σωστά;
Τώρα, γιατί; Γιατί λαμβάνει χώρα αυτός ο διαχωρισμός;
S: Μέσω της μνήμης.
Κ:Μέσω της μνήμης, σωστά. Διότι ήμουν θυμωμένος πριν.
Επομένως, το παρελθόν αξιολογεί,
το παρελθόν το αναγνωρίζει.
Συνεπώς, το παρελθόν είναι ο παρατηρητής.
Β:Αυτό μπορεί να μην είναι προφανές. Για παράδειγμα,
μπορεί να'χω σωματικές αντιδράσεις που φεύγουν εκτός ελέγχου,
όπως κάποιες φορές το χέρι ή το σώμα,
και λέω, "Παρατηρώ εκείνες τις σωματικές αντιδράσεις
να φεύγουν εκτός ελέγχου και θα ήθελα να τις επαναφέρω".
Νομίζω ότι κάποιος μπορεί να νιώθει το ίδιο,
ότι οι νοητικές του αντιδράσεις φεύγουν εκτός ελέγχου,
κι ότι έχουν στιγμιαίως ξεφύγει από τον έλεγχό του,
κι αυτός προσπαθεί να τις επαναφέρει.
Τώρα, έτσι μπορεί να φαίνεται ή να νιώθουν πολλοί άνθρωποι.
Κ:Και λοιπόν;
Β:Λοιπόν, τότε δεν είναι ξεκάθαρο.
Το'χουμε κάνει ξεκάθαρο ότι δεν είναι αυτή η περίπτωση;
Κ:Κύριε, προσπαθώ να επισημάνω,
και δεν ξέρω εάν είμαι ξεκάθαρος:
όταν κάποιος φοβάται, πραγματικά,
δεν υπάρχει κάνενα εγώ ξεχωριστό από τον φόβο.
Κ:Όταν υπάρχει ένα χρονικό διάλειμμα, υπάρχει διαίρεση.
Και το χρονικό διάλειμμα, ο χρόνος είναι σκέψη.
Κι όταν εμφανίζεται η σκέψη,
τότε αρχίζει η διαίρεση.
Διότι η σκέψη είναι μνήμη,
το παρελθόν.
S: Η σκέψη προϋποθέτει τη μνήμη-ναι.
Κ:Ναι, προϋποθέτει μνήμη, και ούτω καθεξής.
Επομένως, η σκέψη, η μνήμη, η γνώση, είναι το παρελθόν.
Συνεπώς το παρελθόν είναι ο παρατηρητής
που λέει, "Είμαι διαφορετικός από τον φόβο, πρέπει να τον ελέγξω".
Η:Ας το μελετήσουμε πολύ αργά, διότι φαίνεται σαν
η εμπειρία είναι ότι ο παρατηρητής είναι το παρόν.
Φαίνεται σαν να λέει, "Εδώ είμαι τώρα,
κι αυτό που θα κάνω γι'αυτό την επόμενη φορά προκύπτει".
Κ:Ναι. Αλλά το "αυτό που πρόκειται να κάνω γι'αυτό" είναι η ανταπόκριση
του παρελθόντος, διότι ήδη είχατε αυτού του είδους την εμπειρία.
Κύριε, δεν είχατε φόβο; Η:Σίγουρα.
Κ:Βαθιά, ξέρετε, κάτι, ένας φόβος που'χει πραγματικά ταρακουνίσει...
Η:Ναι. Κ...συντρίβοντας τον.
Η:Ναι.
Κ:Κι εκείνο το δευτερόλεπτο δεν υπάρχει καμία διαίρεση,
έχετε καταναλωθεί πλήρως από αυτό.
Η:Ναι.
Κ:Σωστά; Η:Σωστά.
Κ:Τώρα, έπειτα η σκέψη εμφανίζεται και λέει, "φοβόμουν
εξαιτίας αυτού κι εκείνου, τώρα πρέπει να υπερασπιστώ τον εαυτό μου,
να εκλογικεύσω τον φόβο" και τα λοιπά, και λοιπά. Είναι τόσο προφανές.
Τι συζητάμε; Η:Εντάξει.
Β:Νομίζω, επιστρέφοντας στην σωματική αντίδραση,
που μπορεί επίσης να σας καταναλώσει, και την επόμενη στιγμή εσείς λέτε,
"Δεν το πρόσεξα εκείνη τη στιγμή" η σκέψη έρχεται και λέει,
"Αυτή είναι μία σωματική αντίδραση".
Κ:Ναι. Β:Τώρα το ξέρω,
ποια είναι η διαφορά αυτών των δύο περιπτώσεων,
που στη δεύτερη περίπτωση θα ήταν λογικό να πει,
"Ξέρω ότι έχω αντιδράσει με αυτόν τον τρόπο πριν", σωστά;
Μπορώ να πάρω τέτοια και τέτοια δράση.
Κ:Δεν το παρακολουθώ αυτό ακριβώς.
Β:Κάποιος μπορεί να νιώσει ότι είναι αλήθεια,
καταπιέζομαι από μία αντίδραση,
και έρχεται η σκέψη. Αλλά σε πολλές περιοχές
αυτή είναι η φυσιολογική διαδικασία για να εισέλθει η σκέψη.
Εάν συμβεί κάτι συγκλονιστικό, κι έπειτα λίγο αργότερα
σκέφτεστε, τι ήταν αυτό; Σωστά; Κ:Ναι.
Σε κάποιες περιπτώσεις αυτό θα ήταν σωστό, σωστά;
Κ:Σωστά.
Β:Τώρα, γιατί σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι;
Κ:Α, κατάλαβα τι εννοείτε.
Απαντήστε το, κύριε, είστε...Απαντήστε το.
Συναντάτε έναν κροταλία στον περίπατο. Β:Ναι.
Κ:Κάτι που το'χω κάνει πολύ συχνά. Συναντάτε έναν κροταλία,
κροταλίζει, κι εσείς αναπηδάτε.
Αυτή είναι σωματική αυτοπροστατευτική
νοήμων ανταπόκριση.
Αυτό δεν είναι φόβος.
Β:Σωστά. Όχι ψυχολογικός φόβος. Κ:Τι;
Β:Ονομάζεται ένα είδος φόβου.
Κ:Ξέρω, δεν το ονομάζω αυτό ψυχολογικό φόβο.
Β:Όχι, δεν είναι ψυχολογικός φόβος, είναι μία απλή σωματική αντίδραση...
Κ:Σωματική αντίδραση...Β:...κινδύνου.
Κ:...που είναι μία νοήμων αντίδραση το να μην μας δαγκώσει ο κροταλίας.
Β:Ναι, αλλά λίγο αργότερα μπορώ να πω, "Ξέρω αυτός είναι κροταλίας"
ή δεν είναι κροταλίας, μπορεί ν'ανακαλύψω ότι δεν είναι κροταλίας,
είναι ένα άλλο φίδι που δεν είναι τόσο επικίνδυνο.
Κ:Όχι, όχι τόσο επικίνδυνο, τότε θα το προσπεράσω.
Β:Αλλά τότε έρχεται η σκέψη και είναι απόλυτα εντάξει.
Κ:Ναι. Β:Σωστά;
Κ:Ναι.
Β:Αλλά εδώ, όταν είμαι θυμωμένος ή τρομαγμένος...
Κ:Τότε εμφανίζεται η σκέψη. Β:Και δεν είναι εντάξει.
Κ:Δεν είναι εντάξει. Β:Ναι.
Κ:Α, κατάλαβα που προσπαθείτε να το πάτε.
Γιατί λέω ότι δεν είναι εντάξει;
Επειδή ο φόβος είναι καταστρεπτικός,
μπλοκάρει το νου, τη σκέψη, κι όλα τα λοιπά αυτού,
συρρικνώνεται μέσα σε αυτόν τον φόβο.
Β:Ναι, νομίζω ότι το βλέπω αυτό. Εννοείτε ότι πιθανόν
όταν εμφανίζεται η σκέψη, δεν μπορεί να εισέλθει λογικά
στα μέσα του φόβου, σωστά; Κ:Ναι.
Β:Αυτό είναι που εννοείτε; Κ:Αυτό είναι που προσπαθώ να πω.
Β:Επομένως, στην περίπτωση σωματικού κινδύνου,
θα μπορούσε ακόμη να έρθει λογικά.
Κ:Ναι. Εδώ γίνεται παράλογο. Β:Ναι.
Κ:Γιατί, ρωτώ, γιατί;
Γιατί κάποιος δεν ξεκαθαρίζει όλη αυτή την τρομερή αταξία;
Η:Λοιπόν, δεν είναι ξεκάθαρο.
Κ:Κοιτάξτε, κύριε, είναι μία μπερδεμένη συνείδηση.
Η:Ναι, είναι μία μπερδεμένη συνείδηση.
Κ:Μπερδεμένη συνείδηση, αντικρούοντας...
Η:Ναι.
Κ:...τρομαγμένη, τόσους πολλούς φόβους, και
τα λοιπά, είναι μία μπερδεμένη συνείδηση.
Τώρα, γιατί δεν μπορούμε να την ξεκαθαρίσουμε;
Η:Λοιπόν, φαίνεται ότι πάντα προσπαθούμε
να την ξεκαθαρίσουμε μετά το γεγονός.
Κ:Όχι, νομίζω ότι η δυσκολία έγκειται, ότι δεν αναγνωρίζουμε βαθιά
αυτή η μπερδεμένη συνείδηση είμαι εγώ.
Κι εάν είμαι εγώ, δεν μπορώ να κάνω κάτι!
Δεν ξέρω εάν καταλαβαίνετε το θέμα.
S: Εννοείτε ότι νομίζουμε ότι υπάρχει ένα εγώ
ξεχωριστό απ'αυτή τη μπερδεμένη συνείδηση.
Κ:Νομίζουμε ότι είμαστε ξεχωριστοί. Κι ως εκ τούτου έχουμε συνηθίσει,
είναι η διαμόρφωσή μας, να επιδράσουμε πάνω της.
Αλλά δεν μπορώ να το κάνω αυτό πολύ καλά
με όλη την ακατάστατη συνείδηση που είμαι εγώ.
Επομένως, το πρόβλημα τότε παρουσιάζεται, τι είναι δράση;
Έχουμε συνηθίσει να επιδρούμε
πάνω σ'αυτήν την ακατάστατη συνείδηση.
Όταν υπάρχει συνειδητοποίηση του γεγονότος
ότι δεν μπορώ να επιδράσω, επειδή είμαι αυτό.
Η:Τότε τι είναι δράση; Κ:Αυτό είναι μη-δράση.
Η:Εντάξει.
Κ:Α, δεν είναι εντάξει, αυτή είναι η πλήρης διαφορά.
Η:Ναι, νομίζω ότι καταλαβαίνω. Από τη μια υπάρχει
η δράση της συνείδησης στον εαυτό της που απλά διαιωνίζει τα πράγματα.
Και βλέποντας αυτό, τότε παύει να επιδρά.
Κ:Δεν είναι μη-βία. Λυπάμαι.
S: Λυπάμαι, κύριε, λέτε ότι λογικά έχουμε την ιδέα
ότι υπάρχει ένας εαυτός που είναι κατά κάποιο τρόπο ξεχωριστός
από κάποια από τα περιεχόμενα της ακατάστατης συνείδησης.
Κ:Ακριβώς, έτσι ακριβώς, κύριε.
S: Εάν κάποιος μας πει ότι είμαστε υπέροχοι, δεν θέλουμε
να είμαστε ξεχωριστοί απ'αυτό, αλλά εάν νιώθουμε φοβισμένοι
κι εάν κάποιος πει ότι είμαστε απαίσιοι,
θέλουμε να΄μαστε ξεχωριστοί απ'αυτό.
Κ:Εντελώς. (Γέλια)
S: Συνεπώς, είναι μάλλον επιλεκτικοί. Αλλά ωστόσο νιώθουμε
ότι υπάρχει κάτι σε μας που είναι ξεχωριστό από τα περιεχόμενα
αυτής της ακατάστατης συνείδησης. Συνήθως ενεργούμε με τέτοιο τρόπο
όπως να αλλάξουμε τα περιεχόμενα της συνείδησης,
ή τη σχέση μας με αυτά, ή τη σχέση μας με τον κόσμο, και τα λοιπά.
Αλλά δεν εξετάζουμε συνήθως αυτόν τον εμφανή διαχωρισμό
ανάμεσα στον εαυτό, στο εγώ, και στα
περιεχόμενα της ακατάστατης συνείδησης.
Αυτό είναι κάτι το οποίο δεν προκαλούμε. Τώρα, προτείνετε
ότι στην ουσία, αυτός ο διαχωρισμός,
τον οποίο μπορούμε στην πραγματικότητα να βιώσουμε
και να κάνουμε, οι περισσότεροι απ'εμάς τον βιώνουν,
είναι στην ουσία κάτι που οφείλουμε να προκαλέσουμε και να εξετάσουμε,
κι οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε την ιδέα
ότι στην πραγματικότητα εμείς είμαστε η ακατάστατη συνείδηση
και τίποτε άλλο. Κ:Βέβαια. Είναι τόσο προφανές.
S: Λοιπόν, δεν είναι προφανές, είναι πολύ μη-προφανές,
και είναι ένα πολύ δύσκολο πράγμα να συνειδητοποιήσουμε, διότι
κάποιος συνηθίζει να σκέφτεται ότι είναι ξεχωριστός απ'αυτή.
Κ:Επομένως, είναι η διαμόρφωσή μας,
μπορούμε να κινηθούμε μακριά από την διαμόρφωσή μας;
Η διαμόρφωσή μας είμαι εγώ.
Και τότε επιδρώ στην διαμόρφωση, διαχωρίζοντας τον εαυτό μου.
Αλλά εάν είμαι αυτό...
καμία δράση, που είναι η πιο θετική δράση.
Η:Ο τρόπος με τον οποίο θα ακουστεί αυτό, φοβάμαι ότι είναι
εάν δεν επιδράσω σε αυτήν απλά θα παραμείνει όπως είναι.
Κ:Α!
S: Υποστηρίζετε ότι αναγνωρίζοντάς την, υπάρχει ένα είδος
η διαδικασία αναγνώρισής της, αντιμετωπίζοντάς την...
Κ:Δεν είναι να την αντιμετωπίσω. Ποιος θα
την αντιμετωπίσει; (γέλια)Όχι αναγνωρίζω.
Ποιος θα την αναγνωρίσει; Βλέπετε, σκεφτόμαστε πάντα μ'αυτούς τους όρους.
Είμαι αυτό, τελεία.
Ποτέ δεν φτάνουμε σ'αυτή τη συνειδητοποίηση,
εντελώς.
Υπάρχει κάποιο κομμάτι μου που είναι
ξεκάθαρο, κι αυτή η διαύγεια πρόκειται
να επιδράσει σε αυτό που δεν είναι ξεκάθαρο.
Πάντα συμβαίνει αυτό.
S: Ναι. Κ:Λέω ότι,
το όλο περιεχόμενο της συνείδησης κάποιου είναι ασαφές, μπερδεμένο.
Δεν υπάρχει κάνενα μέρος του που είναι ξεκάθαρο.
Νομίζουμε ότι υπάρχει ένα κομμάτι,
που είναι ο παρατηρητής, που διαχωρίζει τον εαυτό του απ'αυτή την αταξία.
Επομένως, ο παρατηρητής είναι το παρατηρούμενο.
Οι γκουρού, κι όλα αυτά.
Β:Προβάλατε το θέμα της δράσης.
Εάν αυτή είναι η περίπτωση, πως θα λάβει χώρα η δράση;
Κ:Όταν υπάρχει αντίληψη αυτού που είναι αληθινό,
η ίδια η αλήθεια είναι αρκετή, είναι ολοκληρωμένη.
Β:Ναι. Είπατε επίσης, για παράδειγμα, ότι
αυτή η ίδια η ακαταστασία συνειδητοποιεί τη δική της ακαταστασία,
σωστά; Κ:Ναι. Η ακαταστασία, τελείωσε.
S: Κύριε, υποστηρίζετε ότι η συνειδητοποίηση της ίδιας της ακαταστασίας
επιλύει με κάποιο τρόπο την ακαταστασία;
Κ:Ναι. Όχι μία διαχωριστική συνειδητοποίηση ότι εγώ είμαι ακατάστατος.
Το γεγονός είναι ότι η συνείδηση είναι ακατάστατη, τελεία.
Και δεν μπορώ να δράσω πάνω της.
Διότι προηγουμένως δρώντας πάνω της ήταν ένα χάσιμο ενέργειας.
Διότι ποτέ δεν το έλυσα.
Έχω αγωνιστεί, έχω πάρει όρκους,
έχω κάνει όλων των ειδών τα πράγματα
για να επιλύσω αυτό το ακατάστατο πράμα.
Και ποτέ δεν ξεκαθαρίστηκε.
Μπορεί εν μέρει, περιστασιακά...
Η:Λοιπόν, νομίζω ότι αυτό είναι μία άλλη θέση αυτού. Στη θεραπεία,
ή στις δικές μας ζωές, φαίνεται να'χουμε ενοράσεις που'ναι εν μέρει,
ότι ξεκαθαρίζουμε ένα ιδιαίτερο πρόβλημα και κερδίζουμε κάποια διαύγεια
και τάξη για κάποιο χρονικό διάστημα.
Κι έπειτα το πράγμα επιστρέφει
με κάποια άλλη μορφή ή...Κ:Ναι, ναι.
Η:...την ίδια μορφή.
Υποστηρίζετε ότι το πράγμα χρειάζεται να γίνει
παγκόσμια με κάποιο τρόπο. Κ:Βλέπετε, κύριε,
πριν, ο παρατηρητής δρούσε πάνω της,
πάνω στην ακατάστατη συνείδηση.
Σωστά; Η:Ναι.
Κ:Λέγοντας, "Θα το ξεκαθαρίσω αυτό, δώσε μου χρόνο", όλα τα λοιπά αυτού.
Κι αυτό είναι χάσιμο ενέργειας. Η:Σωστά.
Κ:Όταν το γεγονός είναι ότι είστε αυτό-δεν χάνετε ενέργεια.
Που είναι προσοχή. Δεν ξέρω εάν θέλετε να εμβαθύνετε σε αυτό.
S: Όχι, είναι πολύ ενδιαφέρον. Παρακαλώ συνεχίστε.
Κ:Θα συμφωνούσαμε ότι δρώντας πάνω της είναι χάσιμο ενέργειας;
Η:Ναι. Αυτό δημιουργεί περισσότερη αταξία.
Κ:Όχι. Δημιουργεί περισσότερη αταξία,
και υπάρχει αυτή η συνεχής σύγκρουση ανάμεσα στο εγώ και στο μη εγώ.
Το εγώ που'ναι ο παρατηρητής,
και μάχομαι μ'αυτό, το ελέγχω, το καταπιέζω, είμαι ανυπόμονος, ανήσυχος,
παρακολουθείτε; Που είναι όλα βασικά χάσιμο ενέργειας.
Ενώ, αυτή η ακατάστατη συνείδηση είμαι εγώ.
Έχω φτάσει να το συνειδητοποιήσω μέσω της προσοχής.
Όχι "έχω φτάσει να το συνειδητοποιήσω", συγγνώμη. Β:Θα λέγατε ότι
η ίδια η συνείδηση έχει φτάσει να το συνειδητοποιήσει;
Κ:Ναι. Β:Εννοώ, δεν είμαι εγώ, σωστά;
Κ:Ναι.
Που είναι απόλυτη προσοχή δίνω σε αυτή τη συνείδηση,
όχι "Εγώ είμαι"-υπάρχει προσοχή και μη προσοχή.
Η μη προσοχή είναι χάσιμο ενέργειας.
Η προσοχή είναι ενέργεια.
Όταν υπάρχει παρατήρηση αυτή η συνείδηση είναι ακατάστατη,
το γεγονός αυτό μπορεί να υπάρξει μόνον όταν υπάρχει απόλυτη προσοχή.
Κι όταν υπάρχει απόλυτη προσοχή, δεν υπάρχει πλέον σύγχυση.
Μόνο ή μη προσοχή δημιουργεί προβλήματα.
Αναιρέστε το! (Γέλια)
S: Αλλά, κύριε, δεν καταλάβα εντελώς...
Αυτή η απόλυτη προσοχή για την οποία μιλάτε
θα ήταν ικανή να έχει μόνον αυτό το αποτέλεσμα
εάν κατά κάποιο τρόπο ήταν κάτι
εντελώς στο παρόν και απαλλαγμένο από μνήμη.
Κ:Βέβαια, βέβαια, αυτό είναι η προσοχή.
Εάν προσέχω αυτό που μόλις είπατε τώρα,
-απαλλαγμένος από μνήμη, που είναι προσοχή-
σας ακούω όχι μόνον με το αισθητήριο αυτί,
αλλά με το άλλο αυτί, που είναι:
δίνω την απόλυτη προσοχή μου για να ανακαλύψω αυτό που λέτε,
που είναι στην πραγματικότητα στο παρόν.
Στην προσοχή δεν υπάρχει κανένα κέντρο.
S: Διότι η προσοχή και το πράγμα το οποίο προσέχω
γίνονται ένα, εννοείτε.
Εννοείτε ότι δεν υπάρχει κανένα κέντρο στην προσοχή, διότι
η προσοχή είναι ότι υπάρχει, το πράγμα το οποίο προσέχετε
και η προσοχή είναι ότι υπάρχει.
Κ:Α, όχι, όχι. Υπάρχει ακαταστασία, επειδή ήμουν απρόσεκτος.
Σωστά; S: Ναι.
Κ:Όταν υπάρχει η παρατήρηση του γεγονότος ότι
ο παρατηρητής είναι το παρατηρούμενο,
κι αυτή η κατάσταση παρατήρησης,
στην οποία δεν υπάρχει κανένας παρατηρητής
όπως το παρελθόν, αυτό είναι προσοχή.
Κύριε, δεν ξέρω αν έχετε εμβαθύνει στο ερώτημα
του διαλογισμού εδώ. Αυτό είναι ένα άλλο θέμα.
Η:Αυτό μπορεί να΄ναι ένα σχετικό θέμα.
Φαίνεται ότι αυτό για το οποίο μιλάτε μπορεί να συμβεί μερικώς.
Κ:Α! Δεν μπορεί να συμβεί, τότε κρατάτε
μερική ακαταστασία και μερική μη ακαταστασία.
Είμαστε πάλι πίσω στην ίδια θέση.
Η:Ναι.
S: Αλλά νομίζετε ότι αυτού του είδους προσοχής για το οποίο μιλάτε
είναι το είδος πράγματος που πολλοί άνθρωποι βιώνουν
περιστασιακά σε στιγμές μεγάλης ομορφιάς, ή περιστασιακά ένα κομμάτι
μουσικής που απολαμβάνουν πραγματικά,
χάνουν τους εαυτούς τους, και τα λοιπά;
Θεωρείτε ότι πολλοί απ'εμάς έχουν ρίξει μια βιαστική ματιά
σ'αυτά τα είδη εμπειριών;
Κ:Αυτό είναι. Αυτό είναι. Όταν βλέπω ένα βουνό,
τη μεγαλειότητα, την αξιοπρέπεια και το
βάθος του κάνει τον εαυτό μου να φεύγει μακριά.
Ένα παιδί με ένα παιχνίδι, το παιχνίδι το απορροφά.
Το βουνό με έχει απορροφήσει,
το παιχνίδι έχει απορροφήσει το παιδί.
Λέω ότι, αυτό σημαίνει ότι υπάρχει κάτι εξωτερικό,
που θα με απορροφήσει,
που θα με κάνει ειρηνικό.
Που σημαίνει ότι μία εξωτερική ενέργεια θα με κρατήσει ήσυχο
-ο Θεός, η προσευχή, κοιτάζοντας κάτι ή κάτι άλλο.
Εάν απορρίψω εντελώς την εξωτερική μεσολάβηση,
τίποτε δεν μπορεί να με απορροφήσει.
Ας πούμε, εάν με απορροφάτε, όταν φύγετε επιστρέφω στον εαυτό μου.
Η:Ναι.
Κ:Επομένως, απορρίπτω οποιαδήποτε αίσθηση εξωτερικής μεσολάβησης
που θα με απορροφήσει.
Συνεπώς μένω με τον εαυτό μου, αυτό είναι το θέμα μου.
Η:Κατάλαβα. Επομένως υποστηρίζετε ότι όταν αυτό συμβαίνει μερικώς
είναι επειδή εξαρτώμαστε από κάτι.
Κ:Ναι, βέβαια. Η:Κατάλαβα.
Κ:Είναι όπως η εξάρτησή μου από τη σύζυγο μου.
Η:Ή τον θεραπευτή μου, ή το πρόβλημά μου.
Κ:Κάτι ή άλλο. Η:Ναι.
Κ:Όπως ένας Ινδουϊστής, Καθολικός, ή ο οποιοσδήποτε, εξαρτώνται από κάτι.
Ως εκ τούτου η εξάρτηση απαιτεί προσκόλληση.
Η:Τώρα, είναι δυνατόν να σας ακούμε
να το λέτε αυτό, και να καταλαβαίνουμε
αυτό για το οποίο μιλάτε, και να προσπαθούμε να το κάνουμε.
Κ:Α, δεν μπορείτε να το κάνετε! Αυτό σημαίνει ότι πράττετε πάλι.
Θέλετε κάτι έξω απ'αυτό. Σε αντάλλαγμα,
θα σας δώσω αυτό, θα μου δώσετε εκείνο. Αυτό είναι απλά ένα εμπόριο.
Εδώ δεν είναι έτσι, ερευνάτε κάτι
το οποίο απαιτεί πολύ μεγάλη σκέψη,
πολύ μεγάλη νοημοσύνη,
και προσοχή που λέει, "Κοίταξε, γιατί υπάρχει
αυτή η διαίρεση, αυτή η ακαταστασία στον κόσμο;"
Διότι η συνείδησή μας είναι
ακατάστατη κι έτσι κι ο κόσμος είναι ακατάστατος.
Άρα, απ'αυτό εκδηλώνεται, είναι δυνατόν να΄μαστε ελεύθεροι από τον εαυτό;
Η συνείδηση, η ακατάστατη συνείδηση, είναι ο εαυτός.
S: Δεν είναι δυνατόν ν'απελευθερωθούμε από τα περιεχόμενα της συνείδησης,
τις διαφορετικές εμπειρίες, όσο τα μάτια μου είναι ανοιχτά,
κοιτάζω, βλέπω όλων των ειδών τα διαφορετικά πράγματα.
Τώρα, αυτό που λέγατε για την προσοχή,
όταν κάποιος κοιτάζει ένα βουνό, για παράδειγμα, υποστηρίζετε
ότι εάν έχω αυτό το ίδιο είδος προσοχής
σε οτιδήποτε βιώνω, ότι τότε αυτό είναι...
Κ:Βλέπετε, πάλι, βιώνετε. (Γέλια)
S: Ναι, καλά, εντάξει, αλλά...Κ:Αλλά εσείς είστε η εμπειρία.
S: Ναι.
Κ:Σωστά; Αυτό σημαίνει, ότι δεν υπάρχει καμία εμπειρία.
S: (Γέλια) Υπάρχει απλά προσοχή, εννοείτε.
Κ:Η εμπειρία προϋποθέτει την ανάμνηση,
το χρόνο, που είναι το παρελθόν.
Άρα αυτός που βιώνει είναι αυτό που βιώνεται.
Εάν αναζητώ την φώτιση,
τη διαφώτιση, ή οτιδήποτε μπορεί να το αποκαλείτε,
τότε προσπαθώ να κάνω όλων των ειδών τα πράγματα για να το πετύχω.
Αλλά δεν ξέρω τι είναι η φώτιση. Δεν ξέρω.
Όχι επειδή το είπατε, ή ο Βούδας το είπε, ή κάποιος άλλος το είπε,
δεν ξέρω. Αλλά πρόκειται να ανακαλύψω.
Που σημαίνει ότι ο νους πρέπει να'ναι εντελώς ελεύθερος-από προκατάληψη,
από φόβο, όλα τα λοιπά αυτής της ακατάστασης κατάστασης.
Έτσι, η έγνοια μου δεν είναι η φώτιση, αλλά εάν
το περιεχόμενο της συνείδησής μου
μπορεί να καθαριστεί-όποια λέξη κι αν χρησιμοποιείτε.
Αυτή είναι η έγνοια μου-όχι έγνοια, αυτή είναι η έρευνά μου.
Κι όσο είμαι διαχωρισμένος από τη συνείδησή μου
μπορώ να την βιώσω, μπορώ να την αναλύσω,
μπορώ να την κομματιάσω, να επιδράσω πάνω της,
που σημαίνει αιώνια σύγκρουση ανάμεσα σ'εμένα και τη συνείδησή μου.
Αναρωτιέμαι γιατί τα αποδεχόμαστε όλα αυτά.
Γιατί αποδέχομαι ότι είμαι Ινδουϊστής;
Γιατί αποδέχομαι ότι είμαι Καθολικός;
Παρακολουθείτε; S: Ναι.
Κ:Γιατί αποδεχόμαστε αυτά που οι άλλοι άνθρωποι λένε;
Η:Το λέμε οι ίδιοι.
Κ:Ναι. Όχι, όχι μόνον το λέμε οι ίδιοι,
αλλά ενθαρρύνεται, διατηρείται,
τρέφεται από τον έξω κόσμο.
Γιατί; Γιατί αποδεχόμαστε;
Αυτός είναι καθηγητής και με διδάσκει, το αποδέχομαι.
Διότι ξέρει πολύ περισσότερα για την βιολογία
απ'ότι εγώ, πηγαίνω στο μάθημά του,
κι ενημερώνομαι απ'αυτά που λέει.
Αλλά δεν είναι ο γκουρού μου, δεν είναι ο οδηγός συμπεριφοράς μου.
Μου δίνει πληροφορίες για την βιολογία, κι εμένα με ενδιαφέρει.
Θέλω να μελετήσω, θέλω να εμβαθύνω μέσα στο πεδίο
και να κάνω όλων των ειδών τα πράγματα.
Αλλά γιατί αποδεχόμαστε την αυθεντία,
την ψυχολογική αυθεντία,
την πνευματική -σε εισαγωνικά πνευματική-αυθεντία;
Πάλι, επανερχόμαστε στην ασφάλεια.
Δεν ξέρω τι να κάνω, αλλά εσείς ξέρετε καλύτερα απ'ότι εγώ:
είστε ο γκουρού μου.
Αρνούμαι αυτή τη θέση.
S: Αλλά δεν φθάνουμε στην ίδια σειρά προβλημάτων,
εάν ξεκινήσουμε όχι από την αυθεντία αλλά από την υπευθυνότητα:
ας πούμε, είμαι πατέρας, έχω αυτό το παιδί,
συμφωνήσαμε πριν καιρό...
Κ:Πρέπει να το εκπαιδεύσετε, βέβαια.
S: Πρέπει να φροντίσετε αυτό το μωρό. Κ:Βέβαια, βέβαια.
S: Ωραία. Αλλά τώρα, προκειμένου να ταίσετε το μωρό απασχολείστε
με την ασφάλεια, τη δουλειά, τη θητεία, ξέρετε, το σπίτι...
Κ:Βέβαια, βέβαια. S: ...προστατεύοντας το σπίτι
κατά των λεηλατών, και τα λοιπά. Κ:Βέβαια, βέβαια.
S: Έπειτα μπαίνετε στην ίδια μοίρα πραγμάτων για την φροντίδα
την ασφάλεια, ξεκινώντας όχι από την αυθεντία αλλά από την ευθύνη
για τους άλλους, για τα παιδιά, για παράδειγμα.
Κ:Βέβαια.
S: Επομένως, έπειτα ποια είναι η απάντηση σε αυτό;
Είναι εύκολο να λέτε ότι θα πρεπε να απορρίψουμε την ευθύνη.
Κ:Βέβαια, έχω χρήματα, εάν κερδίσω χρήματα, δουλειά, και λοιπά,
πρέπει να φροντίζω τον εαυτό μου. Εάν έχω υπηρέτες,
πρέπει να φροντίζω τους υπηρέτες, τα παιδιά μου,
ίσως επίσης και τα παιδιά τους.
Είμαι υπεύθυνος για όλα αυτά. S: Ναι.
Κ:Σωματικά είμαι υπεύθυνος. Το να τους δίνω τροφή,
να τους δίνω το σωστό ποσό χρημάτων,
να πηγαίνουν τα παιδιά τους σε ένα σωστό σχολείο, όπως τα παιδιά μου
-είμαι υπεύθυνος για όλα αυτά.
S: Αλλά αυτό δεν πρόκειται να σας φέρει πίσω στην ίδια θέση
ανασφάλειας, και τα λοιπά, το ότι προσπαθείτε
να διαλύσετε την εξουσία με την απόρριψη;
Κ:Δεν βλέπω γιατί χρειάζομαι πνευματική η ψυχολογική αυθεντία.
Διότι εάν ξέρω πως να διαβάζω τον εαυτό μου,
δεν χρειάζομαι κανέναν να μου πει.
Αλλά ποτέ δεν έχουμε επιχειρήσει να
διαβάσουμε σε βάθος το βιβλίου του εαυτού μου.
Έρχομαι σε σας και λέω, "Παρακαλώ, βοήθησέ με να διαβάσω".
Και τότε χάνεται όλο το πράγμα.
Η:Αλλά νομίζω ότι αυτό που ρωτά ο Rupert είναι ότι
εάν ξεκινήσουμε αναλαμβάνοντας την ευθύνη για άλλους ανθρώπους,
αυτό συνεπάγεται...Κ:Ορίστε; Την κερδισμένη μου ικανότητα;
Η:Που πρέπει να΄ναι ασφαλής. Κ:Ναι, όσο γίνεται ασφαλής.
Όχι στις χώρες όπου υπάρχει τεράστια ανεργία.
Η:Άρα, λέτε ότι αυτό δεν συνεπάγεται οποιαδήποτε ψυχολογική ανασφάλεια.
Κ:Όχι, βέβαια όχι. Αλλά όταν λέω, "Αυτός είναι ο υπηρέτης μου,
θα τον κρατήσω σε αυτή τη θέση", παρακολουθείτε;
Η:Όχι. Πείτε μου περισσότερα. Κ:Εννοώ, του συμπεριφέρομαι ως υπηρέτη.
Η:Ναι.
Κ:Που γίνεται ανεύθυνο - δεν ξέρω...φυσικά.
Η:Αλλά εάν είναι υπηρέτης, μπορεί
να'ρθει και να φύγει. Αλλά αν είναι ένα παιδί,
δεν μπορεί να'ρθει και να φύγει. Κ:Α! Είναι μέρος της οικογένειας.
Β:Νομίζω ότι η ερώτηση είναι κάτι σαν αυτό: ας υποθέσουμε,
ότι είστε υπεύθυνος για μία οικογένεια κι ότι οι συνθήκες είναι δύσκολες,
μπορεί να μην έχετε δουλειά, και μπορεί ν'αρχίσετε ν'ανησυχείτε,
και να γίνετε ανασφαλής ψυχολογικά.
Κ:Ναι. Β:Σωστά;
Κ:Δεν ανησυχώ γι'αυτό, ορίστε, δεν έχω άλλα χρήματα.
Άρα, φίλε μου, δεν έχω άλλα χρήματα, εάν θέλεις να μείνεις,
θα μοιραστούμε τη λίγη τροφή που'χω, θα τη μοιραστούμε.
Β:Λέτε ότι ακομή κι αν είστε άνεργος και είστε υπεύθυνος
για μία οικογένεια, αυτό δεν θα διαταράξει τη τάξη του νου, σωστά;
Κ:Βέβαια, όχι.
Β:Θα βρείτε έναν νοήμων τρόπο για να το λύσετε.
Κ:Να το αντιμετωπίσω. Β:Ναι.
S: Αλλά αυτού του είδους η ανησυχία
ως αποτέλεσμα της ευθύνης είναι σχετική.
Κ:Δεν το αποκαλώ ανησυχία. (Γέλια) Είμαι υπεύθυνος.
S: Ναι.
Κ:Κι ως εκ τούτου φροντίζω όσο περισσότερο μπορώ.
S: Κι εάν δεν μπορείτε; Κ:Ορίστε;
S: Εάν δεν μπορείτε; Κ:Δεν μπορώ.
Γιατί ν'ανησυχώ και να ενοχλούμε-δεν μπορώ, είναι ένα γεγονός.
Β:Λέτε ότι είναι δυνατόν να΄μαστε εντελώς ελεύθεροι από την ανησυχία,
για παράδειγμα, ενώπιον μεγάλων δυσκολιών.
Κ:Ναι. Δεν υπάρχει κανένα...Βλέπετε, αυτό είναι που λέω.
Όπου υπάρχει προσοχή, δεν χρειάζεται να...δεν υπάρχει ανησυχία,
διότι δεν υπάρχει κανένα κέντρο από το οποίο παρακολουθείτε.
S: Υπάρχουν ακόμα προβλήματα, και μπορεί ακόμη να υπάρχουν
ευθύνες που να'χει κάποιος.
Κ:Βέβαια, έχω προβλήματα, επομένως τα επιλύω.
S: Αλλά εάν δεν μπορείτε να τα λύσετε.
Κ:Τότε δεν μπορώ. S: Εάν η οικογένειά σας λιμοκτονεί.
Κ:Δεν μπορώ. Γιατί ν'ανησυχώ; Δεν μπορώ να είμαι η Βασίλισσα της Αγγλίας.
S: Όχι.
Κ:Όχι. Άρα, γιατί ν'ανησυχώ γι'αυτό; (Γέλια)
S: Αλλά εάν είστε ένας φτωχός Ινδός, άνεργος,
η οικογένειά σας λιμοκτονεί, δεν υπάρχει τίποτε που να μπορείτε...
Προσπαθήσατε τα πάντα, αποτύχατε.
Δεν ανησυχείτε. Τώρα, αρκετά απροσδόκητα,
αρκετοί φτωχοί Ινδοί σε ακριβώς αυτήν την κατάσταση δεν ανησυχούν-
αυτό είναι το πιο εκπληκτικό πράγμα στην Ινδία.
Αλλά τότε, βέβαια, οι άνθρωποι που'ρχονται κοιτάζοντας απ'έξω λένε,
"Λοιπόν, αυτό είναι μοιρολατρία". Κ:Ναι, ακριβώς.
S: Και συχνά θεωρείται ως η ασθένεια της Ινδίας, το ίδιο το γεγονός
ότι τόσοι πολλοί άνθρωποι καταφέρνουν
να μην ανησυχούν σ'αυτές τις περιστάσεις,
στο βαθμό που θα περιμέναμε.
Κ:Θα ήθελα να σας κάνω μία ερώτηση. Έχετε ακούσει όλα αυτά
-την ακατάστατη συνείδηση-
το συνειδητοποιεί κάποιος, και αδειάζει το περιεχόμενο,
τον φόβο, ξέρετε, το όλο θέμα;
Σας ενδιαφέρει; Η:Ναι.
Κ:Πλήρως; Η:Ναι.
Κ:Αυτό σημαίνει τι;
Η:Σημαίνει ότι απλά ακούτε.
Κ:Όχι, σημαίνει μία συζήτηση, ένα διάλογο μεταξύ μας.
Διεισδύοντας σε βάθος, και βαθύτερα, και βαθύτερα.
Που σημαίνει ότι πρέπει να'στε ελεύθεροι να εξετάζετε.
Ελεύθεροι από την προκατάληψή σας, από την προηγούμενη εμπειρία σας.
Βέβαια, αλλιώς δεν μπορείτε να εξετάσετε. Δεν μπορείτε να ερευνήσετε.
"Investigare" σημαίνει ερευνώ,
ξέρετε, το πιέζετε, το πιέζετε, πιέζετε όλο και περισσότερο.
Τώρα, εσείς, εμείς επιθυμούμε να το κάνουμε αυτό,
έτσι ώστε να μην υπάρχει τώρα ο εαυτός;
Αλλά όταν δεν υπάρχει ο εαυτός, δε
σημαίνει ότι παραμελείτε τη σύζυγός σας,
τα παιδιά σας - παρακολουθείτε;
Αυτό γίνεται τόσο ανόητο, είναι σαν να γίνεστε ένας σαννυάσι,
που φεύγει στα βουνά,
ένας μοναχός που πηγαίνει σε ένα μοναστήρι.
Αυτή είναι μία εκπληκτική διαφυγή.
Το γεγονός είναι ότι έχω ν'αντιμετωπίσω τη σύζυγο και τα παιδιά μου,
κι αν έχω, έναν υπηρέτη.
Μπορώ να'μαι τόσο απόλυτα δίχως τον εαυτό
ώστε να μπορώ ν'αντιμετωπίζω αυτά τα προβλήματα ευφυώς;