Tip:
Highlight text to annotate it
X
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟ ΒΡΥΚΟΛΑΚΑ
ΤΑ ΧΡΟΝIΚΑ ΤΟΥ ΒΡΥΚΟΛΑΚΑ
Ωστε θέλεις να σου πω
την ιστορία της ζωής μου.
Αυτή είναι η δουλειά μου, όπως σου είπα.
Παίρνω συνεντεύξεις.
Συλλέγω ζωές.
Από το ραδιοφωνικό σταθμό ΚFRC.
Θα χρειαστείς πολλές κασέτες
για την ιστορία μου.
Μη σε νοιάζει. Εφερα μια γεμάτη τσάντα.
Μ' ακολούθησες λοιπόν εδώ, ε;
Ναι, μάλλον.
Φαινόσουν πολύ ενδιαφέρων.
Εδώ μένεις;
Οχι.
Αυτό είναι απλώς ένα δωμάτιο.
Τι θα 'λεγες ν' αρχίζαμε;
Λοιπόν, με τι ασχολείσαι;
Είμαι βρυκόλακας.
Αυτό δεν το 'χω ξανακούσει.
Το εννοείς; Να το πιστέψω, δηλαδή;
Απολύτως.
Σε περίμενα σ' εκείνο το δρομάκι.
Σε έβλεπα που με έβλεπες.
Και μετά άρχισες να μιλάς.
Πολύ ευτυχισμένη στιγμή για μένα.
Κσως και για τους δυο μας.
Είπες ότι...
με περίμενες.
Τι θα έκανες;
Θα με σκότωνες για να πιεις το αίμα μου;
Ναι.
Μην αγχώνεσαι όμως τώρα.
Το πιστεύεις στ' αλήθεια ότι είσαι βρυκόλακας;
Δεν μπορούμε ν' αρχίσουμε έτσι.
Περίμενε ν' ανάψω το φως.
-Αρέσει το φως στους βρυκόλακες;
-Το λατρεύουν.
Απλώς ήθελα να σε προετοιμάσω.
Χριστέ μου!
Μην τρομάζεις.
Θέλω αυτή την ευκαιρία.
Πώς στην οργή το 'κανες αυτό;
Οπως κι εσύ.
Με μερικές απλές κινήσεις.
Μόνο που δεν πρόλαβες να με δεις.
Εχω σάρκα και οστά...
αλλά δεν είμαι άνθρωπος.
Τα τελευταία 200 χρόνια δεν είμαι άνθρωπος.
Παρακαλώ...
Πώς θα σε κάνω να νιώθεις άνετα;
Ν' αρχίσουμε σαν τον ''Ντέιβιντ Κόπερφηλντ'';
''Γεννήθηκα...
''Μεγάλωσα.''
Η ν' αρχίσουμε από τότε που ξαναγεννήθηκα
στο σκοτάδι, όπως το λέω εγώ.
Από κει θα 'πρεπε ν' αρχίσουμε, δε νομίζεις;
Δεν μου λες ψέματα, έτσι;
Γιατί να σου πω;
Ολα έγιναν το 1 791.
Ημουν 24 χρονών.
Πιο νέος απ' ό,τι είσαι εσύ τώρα.
Οι εποχές όμως ήταν διαφορετικές.
Τότε θεωρούμουν άντρας.
Ιδιοκτήτης μιας μεγάλης φυτείας
νότια της Νέας Ορλεάνης.
Εχασα τη γυναίκα μου στη γέννα.
Την είχαμε θάψει με το μωρό
ούτε έξι μήνες πριν.
Ηθελα πολύ να πάω να τους βρω.
Δεν άντεχα το χαμό τους.
Ηθελα ν' απαλλαχτώ απ' τον πόνο.
Ηθελα να ξεφορτωθώ τα πάντα;
τα πλ ούτη μου...
τη φυτεία μου...
το μυαλό μου.
Πόσους άσους έχει μια τράπουλα;
Με λες κλέφτη;
Οχι, σε λέω βρωμερό σκουπίδι.
Δεν έχεις τα κότσια. Κάν' το.
Πάνω απ' όλα, επιθυμούσα το θάνατο.
Τώρα το ξέρω.
Τον προσκαλούσα.
Να μ' ανακούφιζε απ' τον πόνο μου.
Η πρόσκλησή μου ήταν ανοιχτή για όλους.
Στην πόρνη πλάι μου.
Στο σωματέμπορο που ακολουθούσε.
Τελικά όμως τη δέχτηκε ένας βρυκόλακας.
Τα λεφτά σου ή πέθανες.
Θες ακόμα το θάνατο;
Η τον δοκίμασες αρκετά;
Αρκετά.
Μ' άφησε εκεί, στην όχθη του Μισισιπή...
κάπου μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.
Ποιος είσαι; Τι γυρεύεις στο σπίτι μου;
Ηρθα να εκπληρώσω τις προσευχές σου.
Η ζωή δεν έχει πια νόημα, έτσι δεν είναι;
Το κρασί δεν έχει γεύση.
Το φαγητό σ' αναγουλιάζει.
Τίποτα πια δεν έχει νόημα, έτσι δεν είναι;
Τι θα 'λεγες να σ' τα ξαναδώσω όλα πίσω;
Να σου πάρω τον πόνο...
και να σου δώσω καινούργια ζωή;
Μια ζωή που δε θα φανταζόσουνα ποτέ.
Και θα είναι... για πάντα.
Η αρρώστια...
κι ο θάνατος...
δε θα σε ξαναγγίξουν.
Μη φοβάσαι.
Θα σου δώσω τη δυνατότητα της επιλογής...
που εγώ...
δεν είχα ποτέ.
Εκείνο το πρωί
δεν ήμουν ακόμα βρυκόλακας...
και είδα τον ήλιο ν' ανατέλλει
για τελευταία φορά.
Το θυμάμαι πολύ καλά...
αν και δε θυμάμαι καμιά άλλη ανατολή.
Παρατηρούσα το μεγαλείο της ανατολής
για τελευταία φορά...
σαν να ήταν η πρώτη.
Μετά αποχαιρέτησα το φως του ήλιου...
και έγινα...
ό,τι έγινα.
Αποχαιρέτησες το φως;
Σου στράγγιξα το αίμα...
μέχρι θανάτου.
Αν σ' αφήσω εδώ...
θα πεθάνεις.
Η...
μπορείς να μείνεις για πάντα νέος, φίλε μου...
όπως είμαστε τώρα.
Πρέπει όμως να μου πεις...
θα έρθεις...
ή όχι;
Ναι.
Ναι.
Το σώμα σου πεθαίνει.
Μη δίνεις σημασία.
Σ' όλους μας συμβαίνει.
Κοίτα τώρα...
με τα μάτια του βρυκόλακα.
Και τι είδες;
Δεν περιγράφεται με λέξεις.
Ρώτα την Κόλαση τι βλέπει.
Κανείς άνθρωπος δεν μπορεί.
Το άγαλμα φαινόταν να κινείται,
αλλά δεν κινιόταν.
Ο κόσμος είχε αλλάξει,
αν και παρέμενε ο ίδιος.
Ημουν ένας νεογέννητος βρυκόλακας
που έκλαιγε από την ομορφιά της νύχτας.
Μήπως θέλεις κι άλλο τσιγάρο;
Θα ήθελα, αν δε σε πειράζει!
Μάλλον δε σε πειράζει.
Δε νομίζω να πεθάνεις από καρκίνο.
Δε νομίζω.
-Και τους σταυρούς;
-Τους σταυρούς;
Μπορείς και τους κοιτάζεις;
Τρελαίνομαι να κοιτάω σταυρούς.
Και το παλούκι στην καρδιά;
Βλακείες.
Και τα φέρετρα;
Τα φέρετρα.
Τα φέρετρα, δυστυχώς, είναι απαραίτητα.
Μην ανησυχείς.
Σύντομα...
θα κάνεις τον καλύτερο ύπνο
που έχεις κάνει ποτέ.
Κι όταν ξυπνήσεις...
θα σε περιμένω...
όπως κι όλος ο κόσμος.
Το αίμα, ανακάλυψα,
ήταν κι αυτό απαραίτητο.
Το επόμενο πρωί ξύπνησα
με μια πείνα που δεν είχα ξανανιώσει.
Ετσι και το δοκιμάσεις αυτό...
δε θα ξαναπάς σε άλλο μαγερειό.
Λες;
Γιατί να μη δοκιμάσω καλύτερα τα χείλια σου;
Αυτά είναι ακόμη πιο γλυκά.
Φίλε μου...
πρέπει να δοκιμάσεις αυτά τα χείλια.
Είναι...
το φιλί του...
βαθύ...
σαν το δικό σου;
Ακόμα πιο βαθύ, καλή μου.
Δε θέλω να της πάρω τη ζωή.
Το έκανα εγώ για σένα.
Είναι νεκρή...
πέρα για πέρα, φίλε μου.
Είναι τόσο εύκολο, που σχεδόν τους λυπάσαι.
Θα συνηθίσεις να σκοτώνεις.
Ξέχνα τους ενδοιασμούς μπροστά στο θάνατο.
Θα τα συνηθίσεις όλα πολύ γρήγορα.
Δεν πεινάτε, κύριε;
Αντιθέτως, καλή μου.
Θα μπορούσε να φάει ολόκληρη την αποικία.
Θα το τελειώσω.
Αφησέ μας τώρα.
Δεν μπορείς να προσποιηθείς, χαζέ;
Μην εγκαταλείπεις το παιγνίδι.
Είμαστε τυχεροί να έχουμε τέτοιο σπίτι.
Κάνε πως πίνεις, τουλάχιστον.
Τέτοιο κρύσταλλο δε θα 'πρεπε να πάει άδικα.
Ξέρω...
κρυώνει τόσο γρήγορα.
Μπορούμε να ζούμε έτσι;
Με αίμα ζώων;
Εγώ δε θα έλεγα ότι ζούμε, αλλά ότι επιζούμε.
Χρήσιμο κόλπο αν βρεθείς σε πλοίο
επί ένα μήνα.
Δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο
που να μην έχει κάποια...
Γοητεία.
Ναι.
-Βαρέθηκα αυτή τη συζήτηση.
-Ζούμε και χωρίς να σκοτώνουμε.
Είναι εφικτό.
Τα πάντα είναι εφικτά.
Για δοκίμασέ το για μια βδομάδα!
Ελα στη Νέα Ορλεάνη να σου δείξω επιδόσεις.
Ο Λεστάτ σκότωνε δυο,
μπορεί και τρεις τη νύχτα.
Μια γεμάτη φρεσκάδα παιδούλα...
ήταν το αγαπημένο του πρώτο πιάτο.
Για δεύτερο,
προτιμούσε μια ροδοκόκκινη νεαρή.
Σαν σνομπ που ήταν όμως,
προτιμούσε τις κοσμικές εκδηλώσεις.
Το αίμα των αριστοκρατών
τον γοήτευε πάνω απ' όλα.
Το κόλπο είναι να μην το σκέφτεσαι καθόλου.
Βλέπεις αυτήν εκεί;
Είναι η χήρα Σαιντ-Κλαιρ.
Εβαλε αυτόν τον τρομερό λιμοκοντόρο
να σκοτώσει τον άντρα της.
Πού το ξέρεις;
Διάβασε τις σκέψεις της.
Διάβασε τις σκέψεις της.
Δεν μπορώ.
Το ''σκοτεινό χάρισμα''
είναι διαφορετικό για τον καθένα μας.
Πάντως, ένα πράγμα ισχύει για όλους.
Γινόμαστε πιο δυνατοί με τον καιρό.
Πίστεψέ με.
Κατηγόρησε ένα σκλάβο για το φόνο.
Φαντάσου τι του έκαναν.
Οι κακοί είναι πιο εύκολοι και πιο νόστιμοι!
Πού πάμε;
Πουθενά.
Με εκπλήττεις, νεαρέ.
Θα μπορούσα να είμαι γιαγιά σου.
Αχ, ναι, αυτή είναι η μελωδία.
Τη θυμάμαι.
Δολοφόνε!
Οι πεταλουδίτσες μου!
Σκότωσε τις πεταλουδίτσες μου.
Ηλίθιε, δειλέ βρυκόλακα...
πας και σκοτώνεις ποντίκια και σκυλάκια.
Θα μπορούσαμε να την πατήσουμε.
Με καταδίκασες στην Κόλαση!
Εγώ δεν ξέρω καμιά κόλαση.
Ετσι μπράβο!
Θυμός! Μανία!
Γι' αυτό σε διάλεξα.
Δεν μπορείς να με σκοτώσεις, Λούι.
Τρώγε...
ό,τι θες.
Ποντίκια, κοτόπουλα...
σκυλάκια.
Αφήνω ν' αποφασίσεις μόνος σου...
να δω πώς θα τα καταφέρεις.
Να θυμάσαι όμως...
η ζωή χωρίς εμένα...
μπορεί να είναι ακόμα...
πιο αβάσταχτη.
Πρέπει να θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό.
Στο Παρίσι, ένας βρυκόλακας
πρέπει να είναι έξυπνος για πολλούς λόγους.
Στο Παρίσι;
Εδώ σου αρκούν ένα ζευγάρι κυνόδοντες.
Ηρθες απ' το Παρίσι;
Οπως κι αυτός που με έκανε.
Μίλα μου γι' αυτόν. Κάτι θα σου έμαθε.
Δεν έμαθα απολύτως τίποτα.
Δεν είχα δυνατότητα επιλογής, θυμάσαι;
Πρέπει όμως να ξέρεις τη σημασία απ' όλα αυτά.
Γιατί; Γιατί θα 'πρεπε να τα ξέρω;
Τα ξέρεις εσύ;
Αυτός ο θόρυβος...
με τρελαίνει!
Βδομάδες είμαστε εδώ κι αυτός ο θόρυβος
δε λέει να σταματήσει!
Ξέρουν για μας.
Μας βλέπουν να τρώμε με άδεια πιάτα
και να πίνουμε από άδεια ποτήρια.
Ελα τότε...
στη Νέα Ορλεάνη.
Είναι εκεί η Οπερα του Παρισιού.
Θα μπορούσαμε να δοκιμάσουμε γαλλική...
κουζίνα.
Με συγχωρείς αν επιμένω να σέβομαι τη ζωή.
Σε λίγο δε θα βρίσκεις πια κοτόπουλα, Λούι.
Μεσιέ Λουί;
Δε θα δειπνήσετε;
Οχι, καλή μου.
Ολοι ανησυχούμε για σας, Αφέντη!
Πότε θα πάτε στους αγρούς;
Πόσο καιρό
έχετε να πάτε στις καλύβες των σκλάβων;
Ο θάνατος υπάρχει παντού.
Είστε ακόμα ο Αφέντης μας;
Δε σε χρειάζομαι άλλο, Υβέτ.
Δε φεύγω αν δε μ' ακούσετε.
Πρέπει να διώξετε αυτόν σας το φίλο.
Ολοι οι σκλάβοι τον φοβούνται...
φοβούνται κι εσάς.
Κι εγώ φοβάμαι τον εαυτό μου.
Ακούστε με όλοι!
Αυτό το σπίτι είναι καταραμένο!
Στοιχειωμένο!
Αφέντης σας είναι ο Διάβολος.
Φύγετε όσο μπορείτε. Είστε όλοι ελεύθεροι!
Ακούσατε;
Τρέξτε!
Τρέξτε!
Σωθείτε!
Τέλεια! Τέλεια!
Κάψε το σπίτι. Κάψε ό,τι έχουμε και δεν έχουμε!
Να ζούμε στα χωράφια, σαν τα ζώα.
Νόμιζες ότι μπορείς να έχεις τα πάντα.
Πάψε, Λούι.
Ελα τώρα!
Πού είμαστε;
Πού νομίζεις, ηλίθιε φίλε μου;
Σ' ένα όμορφο, βρωμερό νεκροταφείο.
Κκανοποιήθηκες τώρα;
Είναι πιο ταιριαστό αυτό, πιο κατάλληλο;
Ανήκουμε στην Κόλαση.
Κι αν δεν υπάρχει Κόλαση;
Κι αν δεν μας θέλουν εκεί; Το σκέφτηκες ποτέ;
ΙΚι όμως, υπήρχε ΙΚόλαση.
Οπου κι αν πηγαίναμε,
την κουβαλούσα μέσα μου.
Νοικιάσαμε δωμάτια στη Νέα Ορλεάνη,
στην προκυμαία.
Το δέρμα σου είναι παγωμένο.
Η φίλη σου δεν το σηκώνει το κρασί.
Μην ανησυχείς.
Θα σου ζεστάνω εγώ το παγωμένο δέρμα σου,
καλύτερα απ' αυτήν.
Ετσι νομίζεις;
Μα...
τώρα είσαι ζεστός!
Το τίμημα όμως είναι υψηλό.
Την εξάντλησα τη φιλενάδα σου.
Απαλό.
Τόσο απαλό.
Σε βλέπω πάνω σε σατινένιο κρεβάτι.
Αχ, τι μου λες!
Ξέρεις όμως τι κρεβάτι;
Να σβήσουμε το φως;
Να σβήσουμε το φως.
Και μόλις σβήσω το φως σου...
δεν μπορώ...
να σου ξαναδώσω τη ζωογόνο του δύναμη.
Οι ανάγκες του σβήνουν.
Για σένα, Λούι.
Δεν μπορείς να προσποιηθείς ότι είναι κρασί.
Δεν πέθανε.
Αγαπάς τη θνητή σου φύση.
Αντιστέκεσαι σ' ό,τι θα σου φέρει ηρεμία.
Ηρεμία το λες εσύ αυτό;
Είμαστε κυνηγοί. Τα μάτια μας που βλέπουν
τα πάντα, μας αποστασιοποιούν.
-Την κοπέλα, Λεστάτ.
-Σβήσε την πείνα σου.
Οχι!
Τώρα, καλή μου.
Είσαι κουρασμένη. Θες να κοιμηθείς!
Φέρετρο είναι!
Φέρετρο! Βγάλε με από δω!
Δεν είμαι νεκρή!
Είναι δικό σου. Μπορείς να το χαρείς.
Λίγοι παίρνουμε αυτή τη χαρά.
Γιατί το κάνεις αυτό;
Μ' αρέσει, το διασκεδάζω.
Να είσαι εστέτ σε πιο αγνά πράγματα.
Σκότωνέ τους απαλά, αν προτιμάς,
αλλά να τους σκοτώνεις.
Να μην αμφιβάλλεις, Λούι! Είσαι δολοφόνος.
-Τι είναι αυτό;
-Φέρετρο.
Αρα, πρέπει να έχεις πεθάνει.
Δεν έχω πεθάνει.
Δεν έχεις πεθάνει.
Ακόμα.
Αποτέλειωσέ την αμέσως!
Να το κάνεις εσύ.
Γλίτωσέ με!
Σώσε με!
Θα μ' αφήσεις να φύγω;
Δεν μπορώ να πεθάνω έτσι.
Χρειάζομαι ιερέα.
Ο φίλος μου είναι ιερέας.
Θ' ακούσει τα αμαρτήματά σου.
Εκτός... κι αν την κάνω μια από μας.
Οχι!
Πάρ' την τότε, Λούι.
Δώσε τέλος στα βάσανά της. Και τα δικά σου!
Οχι!
Ορίστε...
ικανοποιήθηκες τώρα;
Θεέ μου!
Και μόνο που σκέφτομαι...
ότι από σένα πρέπει να τα μάθω όλα.
Παλιά...
το έλεγαν ''σκοτεινό δώρο''.
Σ' το έδωσα.
Μην πάτε από κει. Εχει πανούκλα!
-Πηγαίνετε από κει που ήρθατε.
-Από κει που ήρθα...
Μαμά.
Βοηθήστε μας, σας παρακαλώ.
Ο μπαμπάς έφυγε και δεν ξανάρθε.
Ξυπνήστε, σας παρακαλώ, τη μαμά.
Ο φιλόσοφός μου. Ο οσιομάρτυρας.
''Μην παίρνεις ποτέ μια ανθρώπινη ζωή.''
Αυτό αξίζει να το γιορτάσουμε.
Υπάρχει ακόμα ζωή μέσα της.
Ελα πίσω.
Είσαι ό,τι είσαι!
Φιλεύσπλαχνε θάνατε!
Πώς αγαπάς τις ακριβές σου ενοχές!
Το αίμα της κυλούσε στις φλέβες μου...
πιο γλ υκό κι απ' την ίδια τη ζωή.
Τότε απέκτησαν νόημα τα λόγια του Λεστάτ.
Ηρεμούσα μόνο όταν σκότωνα.
Οταν άκουγα την ξέφρενη καρδιά της,
ήξερα τι είναι η ηρεμία.
Αρκεί ν' ακολουθήσω τα νεκρά ποντίκια
για να σε βρω.
Ο πόνος που νιώθεις είναι τρομερός.
Τον νιώθεις όσο κανένα άλλο πλάσμα,
επειδή είσαι βρυκόλακας.
Δε θέλεις να συνεχίσεις να πονάς.
Οχι.
Κάνε τότε ό,τι προστάζει η φύση σου...
και θα νιώσεις όπως ένιωσες
με το κοριτσάκι στα χέρια σου.
Το Κακό είναι μια άποψη.
Ο Θεός σκοτώνει αδιακρίτως...
το ίδιο κι εμείς.
Δεν υπάρχουν άλλα πλάσματα σαν εμάς.
Ο Θεός είναι μοναδικός...
το ίδιο κι εμείς.
Εχω ένα δώρο για σένα.
Ελα.
Σε παρακαλώ.
-Είναι εδώ.
-Τι λες;
Χρειάζεσαι...
συντροφιά...
πιο ευχάριστη απ' τη δική μου.
Θυμάσαι πώς την ήθελες;
Τη γεύση της;
Νόμιζα ότι την είχα σκοτώσει.
Μην ανησυχείς.
Η συνείδησή σου είναι καθαρή.
Κλαούντια.
Ακουσέ με.
Είσαι άρρωστη, καλή μου.
Θα σου δώσω ό,τι χρειάζεσαι για να γίνεις καλά.
Οχι.
Θέλεις τότε να πεθάνει;
Ετσι μπράβο. Ναι.
Σταμάτα!
Σταμάτα!
Αρκετά!
Θέλω κι άλλο.
Φυσικά και θέλεις.
Απαλά, καλή μου.
Είναι τόσο αθώες.
Δεν πρέπει να υποφέρουν.
Μπράβο.
Ναι.
Εντάξει τώρα.
Σταμάτα.
Αρκετά, καλή μου.
Πρέπει να σταματάς πριν σταματήσει η καρδιά.
Θέλω κι άλλο.
Το ξέρω.
Στην αρχή είναι καλύτερα...
για να μη σε πάρει ο θάνατος μαζί του.
Τα κατάφερες περίφημα. Κοίτα εδώ.
Δεν έσταξε ούτε σταγόνα. Μπράβο.
Πού είναι η μαμά;
Η μαμά πήγε...
στον Παράδεισο, καλή μου,
όπως κι αυτή η γλυκιά κυρία.
Ολοι πάνε στον Παράδεισο.
Ολοι εκτός από μας.
Θες να τρομάξεις την κόρη μας;
Δεν είμαι κόρη σου.
Βεβαίως και είσαι.
Δική μου και του Λούι.
Βλέπεις, ο Λούι θα μας άφηνε.
Ηθελε να φύγει.
Τώρα όμως δε θα φύγει.
Θα μείνει...
και θα σε κάνει ευτυχισμένη.
Λούι.
Διαβολεμένε!
Μια ευτυχισμένη οικογένεια.
Σ' ανάγκασε να μείνεις μαζί του.
Κσως.
Με ήξερε. Ηξερε ότι θα την αγαπούσα
περισσότερο από τους ζωντανούς.
Δεν ήταν όμως μόνο αυτό.
Της έδινε απλόχερα τρυφερότητα,
χωρίς καμιά αμφιβολία.
Τελικά, ίσως το έκανε,
επειδή ένιωθε κι αυτός μόνος.
-Θέλω κι άλλο φως.
-Θέλει κι άλλο.
-Θα τυφλωθώ χωρίς άλλο ένα κερί.
-Θα τυφλωθεί.
Αφησέ με να το κάνω την ημέρα.
Λυπάμαι, μαντάμ,
αλλά οι μέρες μου είναι ιερές κι απαραβίαστες.
Ηταν μικρή παιδούλα.
Αλλά και τρομερή φόνισσα...
αποζητώντας επίμονα το αίμα,
απαιτητικά, όπως όλα τα παιδιά.
Ελα να το φιλήσω να γίνει καλά.
Κοίτα...
ποιον θα σου τελειώσει τώρα το φόρεμα;
Πρέπει να είσαι λίγο πρακτική.
Ποτέ στο σπίτι μας, δεν είπαμε;
Στην αρχή κοιμόταν στο δικό μου φέρετρο...
τυλίγοντας τα μαλλιά μου
στα δαχτυλάκια της...
ώσπου μια μέρα θέλησε το δικό της φέρετρο.
ΙΚάθε φορά όμως που ξυπνούσε...
χωνόταν στο δικό μου.
Πέθαιναν νωρίς.
Δεν είχε μάθει να παίζει μαζί τους...
και να καθυστερεί τη στιγμή
μέχρι να πάρει ό,τι ήθελε.
Γιατί κλαις, μωρό μου;
Χάθηκες, αγάπη μου;
Μαμά!
Ελα, μην κλαις.
Θα τη βρούμε.
Πρόσεχε το μεγάλο σου δάχτυλο.
Το μεγάλο δάχτυλο.
Είναι ακριβές, καλή μου.
Πολύ ακριβές για ένα κοριτσάκι σαν εσένα.
Κλαούντια, τι σου έχουμε πει;
Ποτέ στο σπίτι.
Κάνε πιο πέρα.
Για μένα, ήταν ένα παιδί.
Για τον Λεστάτ, όμως, ήταν μαθήτρια...
ένα παιδί θαύμα
με ασταμάτητη όρεξη να σκοτώνει.
Μαζί, ξεκλήρισαν ολόκληρες οικογένειες.
Θαυμάσια, θαυμάσια.
Τώρα, παίξε μας κάτι πιο σοβαρό.
Ολα περνούν γρήγορα για τους θνητούς
όταν είναι ευτυχισμένοι.
Το ίδιο και μ' εμάς.
Τα χρόνια περνούσαν σαν λεπτά.
Η πόλη απλ ώθηκε.
Τα ιστιοφόρα αντικατέστησαν τα ατμόπλ οια...
που ξερνούσαν ένα ατέλειωτο μενού
από θεσπέσιους ξένους.
Ενας νέος κόσμος είχε ξεφυτρώσει γύρω μας.
Τώρα είμαστε πια όλοι Αμερικανοί.
Ολη αυτή η μοντέρνα κοσμοσυρροή!
Και τι δε θα 'δινα για μια σταγόνα απ' το αίμα
ενός παλιού Κρεολού.
Οι γιάνκηδες δεν είναι του γούστου σου;
Η Δημοκρατική τους γεύση
δεν ταιριάζει στον ουρανίσκο μου, Λούι.
Να μια γνήσια Κρεολή.
Η Κλαούντια πάντα τις βρίσκει.
Τι;
Δεν τη θέλεις;
Θέλω να γίνω σαν αυτή.
Μπορώ;
Μπορώ να γίνω σαν αυτή μια μέρα;
Πάλι αηδίες και πνεύμα μελαγχολίας.
Ολο και μοιάζεις με τον Λούι.
Σύντομα θα τρως ποντίκια.
Ποντίκια; Πότε έτρωγες ποντίκια, Λούι;
Πολλά πολλά χρόνια πριν.
Προτού γεννηθείς εσύ.
Και δε θα σ' τα συνιστούσα.
Τριάντα χρόνια πέρασαν,
αλλά το σώμα της παρέμενε παιδικό.
Μόνο τα μάτια κάτω απ' τις μπούκλες της
πρόδιδαν την ηλικία της...
με ερωτηματικό βλέμμα...
που μια μέρα έπρεπε ν' απαντηθεί.
Κι άλλη κούκλα.
Εχω δεκάδες, θα ξέρεις.
Νόμιζα ότι θα ήθελες μια ακόμα.
Γιατί ειδικά απόψε;
Τι εννοείς;
Πάντα μου δίνεις μια κούκλα,
απόψε, τη συγκεκριμένη νύχτα.
Δεν το είχα παρατηρήσει.
Είναι τα γενέθλιά μου;
Με ντύνεις σαν κούκλα.
Με χτενίζεις σαν κούκλα.
Γιατί;
Ορισμένες, Κλαούντια, είναι πολύ παλιές...
ταλαιπωρημένες.
-Θα 'πρεπε να τις πετάξεις.
-Θα τις πετάξω κι εγώ.
Τι πήγες κι έκανες;
Αυτό που μου είπες!
-Αφησες ένα πτώμα εδώ να σαπίσει;
-Την ήθελα!
-Ηθελα να γίνω σαν αυτήν.
-Τρελάθηκε!
Μολύνει το σπίτι όπου μένουμε!
Θες να μείνω για πάντα κούκλα;
Μη!
Γιατί; Δεν μπορώ κι εγώ ν' αλλάζω...
όπως κάθε άλλος;
Ποιος απ' τους δυο σας το έκανε;
Ποιος απ' τους δυο σας το έκανε;
Ποιος απ' τους δυο σας με έκανε έτσι;
Πώς;
Βρυκόλακα που τρελάθηκε
και βρωμίζει το ίδιο της το κρεβάτι!
Κι αν τα ξανακόψω;
Θα ξαναμεγαλώσουν.
Δεν ήταν πάντα έτσι!
Είχα μια μανούλα κάποτε.
Κι ο Λούι είχε γυναίκα.
Ηταν θνητός όπως κι εκείνη.
Το ίδιο κι εγώ.
Εσύ μας έκανες έτσι!
Πες της να σταματήσει.
Εσύ μου το έκανες;
Πώς το έκανες;
Και γιατί να σου πω;
Εχω τη δύναμη.
Γιατί μόνο εσύ;
Πες μου πώς το έκανες.
Να χαίρεσαι...
που είσαι όπως σε έκανα.
Διαφορετικά, τώρα θα ήσουν νεκρή.
Σαν αυτό το πτώμα.
Ξεφορτώσου το τώρα αμέσως.
Να το ξεφορτωθείς εσύ.
Λούι, γιατί;
Πρέπει να μου πεις.
Βλέπεις αυτή τη γριά;
Εσύ δε θα είσαι ποτέ έτσι.
Δε θα γεράσεις ποτέ.
Και δε θα πεθάνεις.
Αυτό σημαίνει όμως και κάτι άλλο, έτσι;
Δε θα μεγαλώσω ποτέ.
Τον μισώ.
Πες μου, πώς έγινα αυτό...
το πράγμα.
Τριάντα χρόνια απέφευγα αυτό το μέρος.
ΙΚι όμως βρήκα το δρόμο μου...
χωρίς καν να κοιτάξω.
Ηπιες...
από το αίμα μου;
Ναι.
Κι αυτός με βρήκε μαζί σου.
Εκοψε τον καρπό του και σου έδωσε να πιεις...
κι έτσι έγινες βρυκόλακας...
όπως είσαι κάθε νύχτα από τότε.
Φταίτε κι οι δυο.
Εγώ σου πήρα τη ζωή.
Αυτός σου έδωσε άλλη.
Κι εγώ...
σας μισώ και τους δυο.
Ολη νύχτα περπατούσα.
Περπατούσα όπως και χρόνια πριν...
τότε που με έζωναν οι ενοχές
με τη σκέψη ότι έπρεπε να σκοτώσω.
Σκεφτόμουν όσα είχα κάνει
και δεν γινόταν να γυρίσω πίσω.
Ηθελα πολύ να ησυχάσω
έστω κι ένα δευτερόλεπτο.
Μας ενώνει το μίσος.
Δεν μπορώ όμως να σε μισήσω, Λούι.
Λουί, αγάπη μου.
Ημουν θνητή μέχρι που...
μου έδωσες το αθάνατο φιλί σου.
Εγινες ο πατέρας και η μητέρα μου.
Είμαι δική σου για πάντα.
Ηρθε όμως η ώρα να τελειώσουν όλα, Λούι.
Ηρθε η ώρα να τον αφήσουμε.
Δε θα μας αφήσει ποτέ να φύγουμε.
Αλήθεια;
Τι είναι πάλι; Μ' εκνευρίζεις...
Η παρουσία σου και μόνο...
μ' εκνευρίζει!
Αλήθεια;
Βρήκα κάποιον που θα γίνει
καλύτερος βρυκόλακας από σας.
Το λες για να με τρομάξεις;
Είσαι κακομαθημένη επειδή είσαι μοναχοπαίδι.
Χρειάζεσαι έναν αδερφό.
Η μπορεί να χρειάζομαι κι εγώ.
Σας βαρέθηκα και τους δυο.
Μπορούμε να γεμίσουμε
τον κόσμο βρυκόλακες...
οι τρεις μας μόνο.
Οχι, εσύ...
μικρή μου Κλαούντια.
Είσαι ψεύτης.
Μου χαλάς τα σχέδια.
Τι σχέδια;
Ηρθα να κάνουμε ειρήνη.
Αν και είσαι ο αρχηγός των ψευτών...
θέλω να είμαστε όπως παλιά.
Σταμάτα να με εκνευρίζεις, τότε.
Πρέπει να κάνω κάτι περισσότερο.
Σου έφερα ένα δώρο.
Ελπίζω, τότε...
να είναι μια όμορφη γυναίκα...
με χαρίσματα που εσύ δε θα αποκτήσεις ποτέ.
Γιατί τα λες αυτά;
Δεν έχεις φάει αρκετά.
Φαίνεται απ' το χρώμα σου.
Ελα να δεις.
Μη θυμώσεις μαζί μου.
Μόλις τα είδα, είπα ότι είναι για σένα.
Μεθυσμένα...
με κρασί. Μόλις μια δαχτυλήθρα.
Σίγουρα...
ξεπέρασες τον εαυτό σου.
Σου υπόσχομαι ότι θα ξεφορτωθώ τα πτώματα.
Συγχωρούμε, λοιπόν, ο ένας τον άλλο;
Ναι.
Αψέντι;
Τους έδωσες αψέντι;
Οχι.
Λάβδανο.
Λάβδανο.
Ναι.
Τα σκότωσε, δυστυχώς.
Κρατάει όμως το αίμα ζεστό.
Μ' έβαλες να πιω...
πεθαμένο αίμα;
Μ' έβαλες...
να πιω...
Μόνος σου μου έμαθες...
να μην πίνω ποτέ αίμα νεκρού.
Βάλε με στο φέρετρό μου.
Βάλε με στο φέρετρό μου.
Θα σε βάλω στο φέρετρό σου!
Θεέ μου!
Σήκωσέ με!
Καλή σου νύχτα, γλυκέ πρίγκιπα.
Φτερωτά διαβολάκια
ας σε συνοδέψουν στον τόπο ανάπαυσής σου.
Να τον κάψουμε;
Να τον θάψουμε;
Τι θα του άρεσε;
Στο βάλτο;
Ανήκει εκεί με τα ερπετά.
Του άξιζε να πεθάνει.
Κσως κι εμείς, κάθε νύχτα της ζωής μας.
Ηταν ο δημιουργός μου.
Μου έδωσε αυτή τη ζωή...
όποια κι αν είναι.
Δεν έπρεπε να γίνει έτσι.
Το έκανα για μας.
Για να είμαστε ελεύθεροι.
Τον αναζητούσες;
Ηταν ο μόνος που ήξερα.
Τόσο απλά.
Ημασταν σαν δυο ορφανά
που μάθαιναν να ζουν ξανά.
Πήραμε εισιτήρια για την Ευρώπη.
Βδομάδες ολόκληρες,
ενώ περιμέναμε το πλ οίο...
μελετούσε τους μύθους της Γηραιάς Ηπείρου...
ψάχνοντας με επιμονή
ό,τι ονόμαζε ''το είδος μας''.
Κοίτα ποιους ξεχάσαμε.
Να τα ελευθερώσουμε;
-Ναι.
-Ναι.
Η άμαξα.
Ακου, Λούι...
υπάρχει ακόμα ζωή...
σ' αυτά τα γέρικα χέρια.
Οχι αρκετά φουριόζο.
Μοντεράτο...
καντάμπιλε, ίσως.
Πώς είναι δυνατόν;
Ρώτα τον κροκόδειλο.
Το αίμα του με βοήθησε.
Μετά, τρεφόμουν μόνο με αίμα φιδιών...
βατράχων...
κι ό,τι άλλο σάπιο υπήρχε...
στο Μισισιπή...
και σιγά σιγά...
ο Λεστάτ έγινε κάτι...
περίπου όπως παλιά.
Ησουν...
πολύ...
πολύ...
κακό κορίτσι.
Το πλοίο φεύγει χωρίς εμάς!
Αν κι η φωτιά εξαπλ ωνόταν...
στεκόμουν στο κατάστρωμα μήπως ξαναβγεί...
από το ποτάμι σαν τέρας
και μας κατασπαράξει.
ΙΚι όσο σκεφτόμουν...
''Λεστάτ...
''αξίζουμε την εκδίκησή σου.
''Μου έδωσες το 'σκοτεινό δώρο'...
''κι εγώ σε παρέδωσα στο Θάνατο
για δεύτερη φορά.''
Αν και στο πλ οίο, ευτυχώς,
δεν υπήρχαν ποντίκια...
μια παράξενη πανούκλα
είχε χτυπήσει τους επιβάτες.
Μόνο η ΙΚλαούντια κι εγώ φαινόταν
να έχουμε ανοσία.
ΙΚάναμε παρέα μόνο οι δυο μας...
συλλογιζόμενοι το μυστικό μας.
Φτάσαμε στη Μεσόγειο.
Ηθελα τα νερά να είναι γαλάζια...
αλλά ήταν μαύρα...
ήταν νύχτα.
Πόσο υπέφερα τότε...
προσπαθώντας να θυμηθώ το χρώμα
που στα νιάτα μου θεωρούσα δεδομένο.
Ψάχναμε το ένα χωριό μετά το άλλο...
τα ερείπια...
τη μια χώρα μετά την άλλη.
Δε βρίσκαμε όμως τίποτα.
Αρχισα να πιστεύω ότι ήμασταν οι μόνοι.
Ηταν κάπως ανακουφιστική αυτή η σκέψη.
Αραγε, τι να έχει να πει ένας καταραμένος
σ' έναν άλλον;
Βρήκες τίποτα;
Μυθοπλασίες των χωρικών...
προκαταλήψεις με το σκόρδο...
σταυροί...
το γνωστό παλούκι στην καρδιά.
Κανένας όμως δικός μας;
Ούτε ίχνος.
Δεν υπάρχουν βρυκόλακες στην Τρανσυλβανία;
Ο κόμης Δράκουλας;
Μυθοπλασίες, φίλε μου.
Η κοινότοπη φαντασία
ενός παράφρονα Κρλανδού.
Παρίσι...
Σεπτέμβριος 1870.
Η πόλη που πάντα ονειρευόμουν.
Αλλωστε, ήμουν ΙΚρεολός
και το Παρίσι η μητέρα της Νέας Ορλεάνης.
Ενα ολόκληρο σύμπαν από μόνο του.
Νιώθαμε ξανά ζωντανοί.
Οι δυο μας.
Ημουν τόσο ενθουσιασμένος,
που υπέκυπτα σ' όλες της τις επιθυμίες.
ΙΚι ενώ...
είχα παραιτηθεί να ψάχνω βρυκόλακες...
ένας άλλος βρυκόλακες ήρθε και με βρήκε.
Γελωτοποιός.
Σαντιάγκο!
Ψάχνω όλο τον κόσμο έναν αθάνατο,
κι ορίστε τι βρίσκω.
Φέρε την όμορφη μικρούλα μαζί σου.
Κανείς δεν θα σας πειράξει.
Δε θα τους αφήσω εγώ.
Και...
να θυμάσαι το όνομά μου.
Αρμάντ.
Να θυμάσαι ό,τι σου είπα.
Ο καθένας έχει κι άλλη δύναμη.
Θα διαβάσουν τις σκέψεις σου.
Αυτός είναι ο βρυκόλακας.
Δυο ερωτευμένοι...
κατεβαίνουν τη μαβιά σκάλα...
αγκαλιασμένοι τρυφερά...
χωρίς να σκέφτονται το θάνατο...
μέχρι που φτάνουν...
κοντά σ' εμένα!
Βρυκόλακες που παίζουν τους ανθρώπους
που παίζουν τους βρυκόλακες.
Πολύ πρωτοποριακό.
Ο μοναχός που επικοινωνεί με τους Ουρανούς...
και περνά τις μέρες του...
μ' ευλαβικές σκέψεις...
θα συναντήσει το Δημιουργό του
λίαν συντόμως.
Αδικα πήγαν όλες οι προσευχές.
Το μάθημα τελειώνει εδώ...
και το δίδαγμα είναι το εξής:
Ολους σας, τα βουτηγμένα στον κρύο ιδρώτα
χέρια μου πρέπει ν' αγγίξουν.
Ολοι σας πρέπει να υποκλιθείτε μπροστά μου.
Προσέξτε όμως!
Θαρρώ πως άνθρωπος σιμώνει!
Τι έχουμε εδώ;
Τι εμορφιά είναι αυτή πλάι μου;
Μπουμπούκι ανθισμένο, μαραμένη βιολέτα;
Μήπως να γίνει η νύφη μου ποθεί;
Κσως το μάθημά μου δεν τέλειωσε ακόμη!
Δε θέλω να πεθάνω!
Εμείς είμαστε κι ήμασταν πάντα ο Θάνατος.
Βοήθεια!
Σας παρακαλώ!
-Τι έχω κάνει;
-Ολοι πεθαίνουμε!
Είμαι όμως νέα.
Ο Θάνατος χρόνια δεν κοιτά!
Μπορεί να έρθει κάθε ώρα και στιγμή.
Οπως αυτή η επιδερμίδα είναι τώρα ροδαλή...
έτσι θα σκουρύνει και θα μαζέψει με τα χρόνια.
Αφήστε με να ζήσω. Δεν με πειράζει!
Τότε, γιατί σε πειράζει αν πεθάνεις τώρα;
Κι αν ο Θάνατος σ' ερωτευόταν και σ' άφηνε;
Σε ποιον θα έδειχνε τον έρωτά του;
Θα διάλεγες κάποιον απ' το πλήθος;
Κάποιον να υποφέρει όπως εσύ;
Κύριε Βρυκόλακα, πάρτε εμένα!
Σας λατρεύω!
Να περιμένετε τη σειρά σας!
Λοιπόν...
Ξέρεις τι σημαίνει να σε ερωτευθεί ο Θάνατος;
Να γίνεις η νύφη μας;
Δε θα πονέσεις.
Δε θα πονέσεις.
Τερατώδες.
Ζούμε κάτω.
Ελάτε να σας δείξω.
Τερατώδες.
Ναι.
Αλλά πολύ ωραία.
Καλώς ήρθατε στο σπίτι μου.
Δοκίμασέ τον.
Δυο βρυκόλακες...
απ' τον Νέο Κόσμο...
ήρθαν να μας οδηγήσουν στη νέα εποχή...
καθώς ό,τι όλοι αγαπάμε σαπίζει...
κι εξαφανίζεται.
Εσύ είσαι ο αρχηγός αυτής της ομάδας;
Αν υπήρχε αρχηγός...
θα ήμουν εγώ.
-Αρα, εσύ απαντάς;
-Κι εσύ ρωτάς;
Τι είμαστε;
Τίποτα...
αν όχι βρυκόλακες.
Ποιος μας έκανε έτσι;
Σίγουρα θα ξέρεις αυτόν που σε έκανε.
Ναι, αλλά ποιος τον έκανε τον ίδιο;
Πηγή...
όλων αυτών...
είναι το Κακό.
Κατάλαβα.
Σε είδα στο θέατρο.
Είδα πώς υπέφερες...
πόσο συμπονούσες εκείνη την κοπέλα.
Πεθαίνεις...
όταν σκοτώνεις.
Νιώθεις ότι σου αξίζει ο θάνατος
και δε σταματάς σε τίποτα.
Σε κάνει όμως κακό αυτό;
Κι αν καταλαβαίνεις τι σημαίνει καλό,
αρκεί για να σε κάνει...
καλό;
Αρα, δεν υπάρχει τίποτα;
Ενδεχομένως.
Ενδεχομένως όμως...
αυτό...
να είναι το μόνο κακό που έχει απομείνει.
Αρα, δεν υπάρχει Θεός;
Δεν ξέρω τίποτα για Θεούς...
ή Διαβόλους.
Οραμα δεν είδα ποτέ μου ούτε έμαθα μυστικά...
που να καταδικάσουν
ή να σώσουν την ψυχή μου.
Απ' όσο ξέρω...
ύστερα από τετρακόσια χρόνια...
είμαι ο πιο μεγάλος...
βρυκόλακας που ζει ακόμα...
στον κόσμο.
Αυτό ακριβώς που φοβόμουνα πάντα.
Πολύ φοβάσαι...
Τόσο, που με κάνεις να φοβάμαι...
Αυτός που σε έκανε...
έπρεπε να σου το 'λεγε.
Οποιος άφησε τη Γηραιά Ηπειρο
για το Νέο Κόσμο...
Δεν ήξερε τίποτα.
Ούτε ενδιαφερόταν.
Δεν ήξερε;
Πάμε, καλέ μου.
Είναι ώρα να φύγουμε.
Πεινάω...
κι η πόλη μας περιμένει.
Το μέρος ήταν άδειο όταν φεύγαμε.
Σιωπηλό σαν τάφος.
ΙΚαι καθώς το διασχίζαμε,
μου ήρθε πάλι η σκέψη;
''Φέρθηκα άσχημα στον Λεστάτ.
''Τον μισούσα για λάθος λόγους.''
Πώς του φέρθηκες άσχημα;
Είπες κάποιο όνομα.
Ναι, και δεν με πειράζει να το ξαναπώ.
Ενα και μοναδικό έγκλημα...
υπάρχει ανάμεσα στους βρυκόλακες.
Κι είναι ένα έγκλημα που σημαίνει
θάνατο για κάθε βρυκόλακα:
Να σκοτώνεις τους όμοιούς σου.
-Νόμισες ότι θα τους άφηνα να σε πειράξουν;
-Οχι.
Ο κίνδυνος σε κρατάει κοντά μου.
Η αγάπη με κρατάει.
-Η αγάπη;
-Η αγάπη.
Θα μ' αφήσεις για τον Αρμάντ,
έτσι και σε καλέσει.
Ποτέ.
Τον θέλεις όπως σε θέλει. Εσένα περίμενε.
Σε θέλει σαν σύντροφο.
Σε περιμένει.
Βρίσκει κι αυτός ανιαρή κι ανούσια τη ζωή.
Κσως.
Ξέρεις τι μου είπε η ψυχή του δίχως λόγια;
''Αφησέ τον,'' μου είπε.
''Αφησέ τον.''
Αυτό πρέπει να κάνω;
Να σ' αφήσω;
Τον πατέρα μου...
τον Λούι μου...
αυτός που με έκανε;
Θα είμαι μια χαρά.
Το πιστεύεις στ' αλήθεια;
Ο στρατιώτης...
που επιστρέφει απ' τον πόλεμο...
νομίζει ότι η νίκη τον έχει κάνει σκληρό
απέναντι στον πόνο...
μέχρι που έρχεται ο Θάνατος...
και τον γκρεμίζει απ' το άλογό του.
Σε περίμενα.
Ακουσέ με.
Η Κλαούντια μου είναι πολύ ακριβή.
Είναι κόρη μου.
Ερωμένη σου.
Οχι, η αγαπημένη μου.
Το παιδί μου.
Μιλάς έτσι επειδή είσαι αθώος.
Κινδυνεύει, έτσι δεν είναι;
-Ναι.
-Γιατί;
Θα μπορούσα να σου πω πολλούς λόγους.
Η σιωπή της.
Η νεαρή της ηλικία.
Απαγορεύεται
να κάνεις τόσο νέους βρικόλακες...
τόσο αδύναμους...
που δεν μπορούν να επιζήσουν μόνοι τους.
Να τα πεις σ' αυτόν που την έκανε.
Σκότωσες το βρυκόλακα που σας έκανε;
Γι' αυτό δε λες το όνομά του;
Ετσι νομίζει ο Σαντιάγκο.
-Δε θέλουμε να μαλώσουμε μαζί του.
-Τώρα είναι αργά.
Αν θες να τη σώσεις...
-στείλ' την μακριά!
-Τότε θα φύγω κι εγώ.
Τόσο γρήγορα;
Χωρίς να πάρεις τις απαντήσεις
που τόσο περίμενες;
Δεν υπάρχουν, είπες.
Μα έκανες λάθος ερωτήσεις.
Μήπως ξέρεις...
πόσο λίγοι βρυκόλακες...
έχουν την ικανότητα της αθανασίας;
Πόσο εύκολα αφανίζονται οικειοθελώς;
Ο κόσμος...
αλλάζει.
Εμείς, όχι.
Εκεί είναι η ειρωνεία...
που τελικά μας σκοτώνει.
Θέλω να έρθεις σε επαφή με αυτή την εποχή.
Εγώ;
Μα δεν βλέπεις;
Δεν είμαι πνεύμα καμιάς εποχής.
Είμαι κόντρα στα πάντα.
Πάντα ήμουν.
Αυτό είναι το πνεύμα της εποχής σου.
Η ίδια του η ουσία.
Η έκπτωσή σου...
από τη χάρη...
ήταν η έκπτωση ενός αιώνα.
Και οι βρυκόλακες στο θέατρο;
Εκπτωτοι...
άχρηστοι...
Δεν απεικονίζουν τίποτα.
Οχι όμως...
κι εσύ.
Εσύ απεικονίζεις...
τη ραγισμένη της καρδιά.
Ενας βρυκόλακας...
με ανθρώπινη ψυχή.
Ενας αθάνατος με το πάθος του θνητού.
Είσαι...
είσαι...
όμορφος, φίλε μου.
Ο Λεστάτ πρέπει να έκλαψε όταν σε έκανε.
Ηξερες τον Λεστάτ;
Ναι.
Τον ήξερα.
Τον ήξερα αρκετά καλά
για να μη λυπηθώ που πέθανε.
Ενιωσα επιτέλους την ηρεμία.
Βρήκα το δάσκαλο που ο Λεστάτ
δε θα γινόταν ποτέ.
Ο Αρμάντ δε θα μπορούσε ποτέ
να κρύψει τη γνώση.
Θα περνούσε από μέσα του
όπως περνά μέσα από τζάμι.
Μαντλέν...
ο Λούι είναι ντροπαλός.
Πιες.
Κάν' το.
Εγώ δεν μπορώ. Δεν έχω τη δύναμη.
-Αυτό ήθελες όταν με έκανες.
-Δεν ξέρεις τι ζητάς.
Αντίθετα!
Βρήκες καινούργιο σύντροφο.
Θα με κάνεις δική σου!
Πώς σου φαινόμαστε;
Μας βρίσκεις όμορφους;
Μαγικούς;
Το λευκό μας δέρμα, τα μοχθηρά μας μάτια.
Θες να πιω. Ξέρεις τι θα γίνεις;
Το κακό είναι ότι δεν μπορείς να γίνεις κακός.
Δεν σκοπεύω να υποφέρω άλλο.
Μη με βάζεις να το κάνω! Δεν μπορώ!
Μπόρεσες όμως και το 'κανες σ' εμένα.
Με πήρατε απ' τα χέρια της μητέρας μου,
σαν τέρατα σε παραμύθι.
Και τώρα κλαις!
Εμένα δε μου φτάνουν τα δάκρυα
για ό,τι μου έκανες!
Δώσε μού την, Λούι!
Δώσε μού την προτού μ' αφήσεις!
Αχ, Θεέ μου!
Ακόμα σ' αγαπάω!
Αυτό είναι το κακό!
Ποιος θα νοιαστεί για μένα, αγάπη μου...
σκοτεινέ μου άγγελε, όταν φύγεις;
Με τι μοιάζει, Μαντλέν;
Με κούκλα;
Ενα παιδί που δεν μπορεί να πεθάνει.
Και το παιδί που πέθανε;
Η κόρη μου.
Τι έπαθε;
Πεθαίνει.
Το ίδιο συνέβη και σ' εσένα...
μόνο που ήσουν μικρή για να το θυμάσαι.
Αν όμως πεθάνει...
Θα είναι μόνο θνητός θάνατος.
Μη μου κρατάς κακία, αγάπη μου.
Τώρα ισοφαρίσαμε.
Τι εννοείς;
Δεν πέθανε αυτή η γυναίκα στο δωμάτιο.
Πέθανε...
μέσα μου η τελευταία ανάσα...
που ήταν ανθρώπινη.
Ναι, Πατέρα.
Επιτέλους, ισοφαρίσαμε.
Ηρθε η ώρα της δικαιοσύνης, μικρούλα.
Φωνάξτε μου τον Αρμάντ.
Δε θα το επέτρεπε αυτό.
Θάνατος για τους άλλους.
Για σένα...
αιωνιότητα σ' ένα κιβώτιο.
Κλεισμένος στο μπουντρούμι.
Συντροφιά θα έχεις μόνο τις φωνές σου.
Μπορεί να σου πάρει κι αιώνες.
Πάρτε τους!
Ονειρα γλυκά.
Οχι! Οχι!
Βοήθεια!
Ξύπνα!
Πού είναι η Κλαούντια;
Η Κλαούντια; Δεν μπορώ να τη βοηθήσω.
-Πού είναι η Κλαούντια;
-Δεν μπορώ να τη σώσω!
Θα ρισκάρω να χάσω μόνο εσένα.
Μη!
Ελα, Λούι.
Οχι εδώ.
Αρα, κλαίνε κι οι βρυκόλακες;
Μια φορά...
ίσως και δυο στην αιωνιότητα.
Κσως πήρα την εκδίκησή μου γιατί ήθελα
να στεγνώσουν οριστικά τα δάκρυά μου.
Σταματήστε τον! Καίγεται!
Πιάστε τον! Σταματήστε τον!
Δεν τους προειδοποίησες καν, ψέματα;
Οχι.
Ηξερες τι θα έκανα.
Ναι.
Σε έσωσα.
Από την τρομερή αυγή.
Ησουν αρχηγός τους. Σ' εμπιστεύονταν.
Οχι.
Με έκανες να δω τις αδυναμίες τους.
Ηταν...
καταδικασμένοι,
βουλιαγμένοι στην κατάπτωσή τους.
Είχαν ξεχάσει το πρώτο μάθημα...
ότι πρέπει να είμαστε δυνατοί...
ωραίοι...
και να μην μετανιώνουμε.
Μπορείς να μου το μάθεις αυτό;
Ναι.
Να μη μετανιώνω;
Τότε, θα γίνουμε τρομεροί σύντροφοι.
Κι αν δε θέλω να μάθω αυτό το μάθημα;
Τι εννοείς;
Κι αν το μόνο που μου έχει απομείνει
είναι να πονάω;
Να μετανιώνω;
Δε θες να τα ξεφορτωθείς;
Για να τα πάρεις εσύ και αυτά;
Η καρδιά που κλαίει...
αυτήν που έκανες κάρβουνο;
Ορκίζομαι. Δεν το 'κανα εγώ.
Ξέρω ότι το έκανες εσύ.
Ξέρω...
ότι...
δε μετανιώνεις για τίποτα.
Δεν νιώθεις...
τίποτα.
Αν αυτό είναι μόνο που πρέπει να μάθω...
μπορώ να το μάθω και μόνος μου.
Θα πεθάνω.
Οχι.
Είσαι νεκρός.
Και θες να σε αναζωογονήσω άλλη μια φορά.
Οσο κι αν μου αρέσει η πρόσκλησή σου...
πρέπει δυστυχώς...
να την αποποιηθώ.
Χρόνια περιπλ ανιόμουνα...
στην Ιταλία, την Ελλάδα...
όλες αυτές τις αρχαίες χώρες.
Ο κόσμος όμως ήταν σαν τάφος...
ένα νεκροταφείο από σπασμένα αγάλματα.
ΙΚι όλα τα αγάλματα
της έμοιαζαν στο πρόσωπο.
ΙΚαι από περιέργεια...
ανία, ποιος ξέρει ακριβώς...
παράτησα τη Γηραιά Ηπειρο...
και γύρισα στην Αμερική.
ΑΝΑΤΟΛΗ
Ενα επίτευγμα της τεχνικής μου επέτρεψε
να δω την ανατολή...
για πρώτη φορά...
ύστερα από διακόσια χρόνια.
ΙΚαι τι ανατολές!
Ποτέ το ανθρώπινο μάτι
δε θα τις έβλεπε έτσι.
Ασημένιες στην αρχή...
και καθώς περνούσαν τα χρόνια,
έπαιρναν τόνους του βυσσινί...
του κόκκινου...
και του πολυαγαπημένου μου γαλάζιου.
Την άνοιξη του 1988,
γύρισα στη Νέα Ορλεάνη.
Με την πρώτη ανάσα,
κατάλαβα ότι είχα γυρίσει σπίτι.
Ηταν γεμάτη...
γλ υκιά σχεδόν...
σαν το άρωμα απ' τα γιασεμιά
και τα τριαντάφυλλα στην αυλή μας.
Τριγυρνούσα στους δρόμους να γευτώ
το άρωμα που τόσο καιρό είχα χάσει.
ΙΚαι μετά, στην οδό Πρυτάνια...
δυο βήματα μόλις
από το νεκροταφείο 'Λαφαγιέτ'...
έπιασα το άρωμα του θανάτου.
ΙΚαι δεν ερχόταν απ' τα μνήματα.
Γινόταν πιο έντονο καθώς προχωρούσα.
Παλιός θάνατος.
Πολύ ανεπαίσθητο
για να το νιώσει άνθρωπος.
Πολύ χαίρομαι που γύρισες!
Ονειρευόμουνα...
αυτή τη στιγμή.
Αυτή ποτέ δε θα γινόταν...
σαν εμάς.
Περασμένα ξεχασμένα, Λεστάτ.
Περασμένα ξεχασμένα.
Είσαι ακόμα όμορφος, Λούι.
Πάντα ήσουν ο δυνατός.
Μη φοβάσαι.
Δε θα σου κάνω κακό.
Γύρισες σ' εμένα;
Θυμάσαι πώς ήμουνα;
Τι βρυκόλακας...
ήμουνα;
Ναι, θυμάμαι.
Κανείς...
δεν μου αρνιόταν τίποτα...
ούτε καν εσύ.
Προσπάθησα.
Ναι, προσπάθησες.
Κι όσο προσπαθούσες...
τόσο σε ήθελα.
Δεν το αντέχω.
Τόσο φως...
κι αυτός ο θόρυβος!
Κάνουν τη νύχτα πιο φωτεινή κι απ' τη μέρα.
Ψεύτικο φως είναι.
Δε σου κάνει κακό.
Αν μείνεις μαζί μου, Λούι...
μπορώ να ξαναβγώ στον κόσμο.
Να ξαναγίνω ο παλιός Λεστάτ.
Πρέπει να φύγω τώρα.
Δεν ξέρω τι απέγινε ο Λεστάτ.
Εγώ συνεχίζω...
κάθε νύχτα.
Ρουφάω το αίμα όποιου βρεθεί μπροστά μου.
Η ζωντάνια μου όμως χάθηκε
με τα χρυσαφένια της μαλλιά.
Είμαι πνεύμα υπερφυσικής σάρκας.
Αποστασιοποιημένος.
Αναλλοίωτος.
Κενός.
Κενός;
Αυτό είναι.
Δεν μπορεί να τελειώσει έτσι.
Κι όμως έτσι τέλειωσε.
Δεν υπάρχει τίποτα άλλο να σου πω.
Πρέπει να υπάρχει. Δεν καταλαβαίνεις.
Δεν είσαι κενός.
Και τι δε θα 'δινα να είμαι σαν εσένα,
να έχω τη δύναμή σου...
να δω τα πράγματα που είδες.
Δεν με παρακολουθείς.
Σε παρακολουθώ.
Η ιστορία σου είναι απίστευτη.
-Είναι εκπληκτικό.
-Κάν' την ό,τι θες.
Δώσ' την στους άλλους. Μάθε ό,τι μπορείς.
Ενας μόνο τρόπος υπάρχει να μάθεις,
και το ξέρεις.
Για κάποιο λόγο με έφερες εδώ.
Ετσι δεν είναι;
Για ποιο λόγο;
Θέλεις ένα σύντροφο.
Ενα δεσμό με τον έξω κόσμο. Εμένα.
Πάρε με. Το θέλω.
-Αρνούμαι να τελειώσουν όλα έτσι.
-Θεέ μου, πάλι απέτυχα.
Δεν απέτυχες. Ο Θεός δεν έχει καμιά σχέση.
Σ' αρέσει αυτό;
Θες να γίνεις τροφή για τους αθάνατους;
Σ' αρέσει να πεθάνεις;
Σταμάτα!
Ολα έγιναν το 1 791.
Ημουν 24 χρονών.
Πιο νέος απ' ό,τι είσαι εσύ τώρα.
Οι εποχές όμως ήταν διαφορετικές.
Τότε θεωρούμουν άντρας.
Ιδιοκτήτης μιας μεγάλης φυτείας
νότια της Νέας Ορλεάνης.
Εχασα τη γυναίκα μου στη γέννα.
Θα τα κάνω πάνω μου.
Την είχαμε θάψει με το μωρό
ούτε έξι μήνες πριν.
Ωραίο!
Ηθελα πολύ να τους βρω.
Ωραίο υλικό.
Φαντάζομαι ότι δε χρειάζεσαι εισαγωγή.
Ηδη νιώθω καλύτερα.
Πάνω απ' όλα, επιθυμούσα το θάνατο.
Τον προσκαλούσα.
Να μ' ανακούφιζε απ' τον πόνο μου.
Ακόμα κλαψουρίζει.
Ακουσες αρκετά;
Αιώνες ήμουν υποχρεωμένος να τ' ακούω εγώ.
Μη φοβάσαι.
Θα σου δώσω τη δυνατότητα της επιλογής...
που εγώ δεν είχα ποτέ.
Subtitles conformed by Giorgos